Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 370 εγγραφές [341 - 350] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλενάδα η [filenáδa] & φιλινάδα η [filináδa] Ο26 : (οικ.) 1. η φίλη (κυρ. γυναίκας): Πήγε στο σινεμά με τις φιλενάδες της. 2. η ερωμένη: Tον παράτησε η ~ του.
φιλεναδούλα η YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2. φιλεναδίτσα YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2. [φιλε-: μσν. φίλαιν(α) ίδ. σημ. -άδα κατά τα συννυφάδα, κουνιάδα < φίλ(ος) -αινα (ορθογρ. απλοπ.)· φιλι-: κατά το (λόγ.) φίλη(;)· φιλενάδ(α) -ούλα, -ίτσα]
- φολίδα η [folíδa] Ο26 : 1. το καθένα από τα σκληρά οστρακοειδή πλακίδια που καλύπτουν το δέρμα κυρίως διάφορων ερπετών· (πρβ. λέπι): Tο σώ μα των κροκοδείλων είναι καλυμμένο με φολίδες. 2. το καθένα από τα μικρά κομμάτια σκληρυμένης επιδερμίδας, που πέφτουν από το σώμα σε μερικές δερματικές παθήσεις· λέπι3. 3. μεταλλικό κυρίως έλασμα, που μοιά ζει με φολίδα: Θώρακας με μεταλλικές φολίδες.
[λόγ. < αρχ. φολίς, αιτ. -ίδα]
- φοράδα η [foráδa] Ο26 : 1. το θηλυκό άλογο. ΦΡ χέστηκε η ~ στ΄ αλώνι, δε συνέβη τίποτα σοβαρό, σπουδαίο, δεν είναι τίποτα, είναι ασήμαντο· ΣYN ΦΡ κτ. τρέχει στα γύφτικα. 2. (μειωτ.) για μεγαλόσωμη και άχαρη γυναίκα· αλόγα.
φοραδίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. φοράδα < ελνστ. φοράς, αιτ. -άδα (αρχική σημ.: `θηλ. άλογο για γονιμοποίηση΄) (διαφ. το αρχ. φορβάς `θηλ. άλογο που τρέφεται ελεύθερο΄)· φοράδ(α) -ίτσα]
- φορτηγίδα η [fortijíδa] Ο26 : (λόγ.) η μαούνα.
[λόγ. φορτηγ(όν) -ίς > -ίδα]
- φορτοθυρίδα η [fortoθiríδa] Ο26 : (λόγ.) η μπουκαπόρτα1.
[λόγ. φόρτ(ος) -ο- + θυρίς > θυρίδα]
- φρεσκάδα η [freskáδa] Ο26 : η ιδιότητα του φρέσκου. 1. η ιδιότητα του πρόσφατου ή του νωπού: H ~ του ψαριού. 2. (μτφ.) α. η ευδιαθεσία: Ένα μπάνιο δίνει αίσθηση φρεσκάδας και καθαρότητας στο σώμα. β. δροσερότητα: H ~ του προσώπου. γ. διανοητική γονιμότητα: H ~ του μυαλού / των ιδεών.
[φρέσκ(ος) -άδα]
- φροντίδα η [frondíδa] Ο26 : 1. η (συστηματική, συνεχής) απασχόληση, η αφιέρωση της σκέψης ή και της δραστηριότητας από ενδιαφέρον, αγάπη, έγνοια για κπ. ή για κτ.: ~ για την υγεία / για την οικογένεια / για το παιδί. H έκδοση του βιβλίου έγινε με ~ και επιμέλεια. 2. προσπάθεια, επιδίωξη: Kαταβλήθηκαν φροντίδες, ώστε να υπάρξει επάρκεια αγαθών στην αγορά. 3. (συνήθ. πληθ.) σκοτούρες, έγνοιες: Έχω / με απασχολούν πολλές φροντίδες.
[μσν. φροντίδα < αρχ. φροντίς, αιτ. -ίδα]
- φτερούγα η [fterúγa] Ο26 : το φτερό3 των πτηνών, το μέλος του σώματός τους που χρησιμεύει για να πετούν: Οι φτερούγες του περιστεριού. Ο αετός άνοιξε τις μεγάλες φτερούγες του.
[μσν. πτερούγα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < *πτερούγ(ι) μεγεθ. -α < αρχ. πτερύγιον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r] ) υποκορ. του πτέρυξ ἡ]
- φυλλάδα η [filáδa] Ο26 : 1. έντυπο παλαιότερης εποχής που περιείχε μικρής έκτασης έργα λαϊκής λογοτεχνίας: H ~ του Mεγαλέξαντρου / του Mπερτόλδου / του γερο-Δήμου. 2. (μειωτ.) ανυπόληπτο, αναξιόπιστο, κακής ποιότητας έντυπο και κυρίως εφημερίδα.
[αρχ. φυλλάς, αιτ. -άδα `φύλλο, φύλλωμα΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- φυσαλίδα η [fisalíδa] Ο26 : 1. μικρή ποσότητα αέρα ή αερίου μέσα σε νερό ή σε άλλο υγρό, που με τη μορφή σφαιριδίου ανεβαίνει προς την επιφάνεια· φούσκα, μπουρμπουλήθρα. 2. (ιατρ.) κύστη γεμάτη διαυγές υγρό, που σχηματίζεται επάνω στο δέρμα από έγκαυμα ή από κάποια (δερματική) ασθένεια· φουσκάλα, φλύκταινα.
[λόγ. < ελνστ. φυσαλλίς, αιτ. -ίδα (& γραφή φυσαλίς), αρχ. σημ.: `είδος φλογέρας΄]



