Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
370 εγγραφές [311 - 320] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στυφάδα η [stifáδa] Ο26 : η ιδιότητα του στυφού και ιδίως η στυφή γεύση: Tο ποτό / το φρούτο άφησε στο στόμα μου μια ~.
[στυφ(ός) -άδα]
- συλφίδα η [silfíδa] Ο26 : 1.νεράιδα, στη μυθολογία της βόρειας Ευρώπης. 2. (μτφ.) ωραία, λυγερή και ευκίνητη γυναίκα, που μοιάζει με αέρινο πλάσμα: Aδυνάτισε, κόμψυνε και έγινε (σαν) ~.
[λόγ. < γαλλ. sylph(ide) -ίδα (ορθογρ. δαν.)]
- συμπληγάδες οι [simbliγáδes] Ο26 : μόνο στη ΦΡ οι ~ (πέτρες), εμπόδια που προέρχονται από πολλές πλευρές και που κάνουν συχνά αδύνατη την επιτυχία ενός σκοπού· (από τους μυθολογικούς βράχους, στις δύο όχθες του Bοσπόρου, που καθώς ανοιγόκλειναν τσάκιζαν όποιο πλοίο επιχειρούσε να περάσει μέσα από τα στενά.): Πρέπει να περάσουμε μέσα από τις ~ αλληλοσυγκρουόμενων διαταγμάτων και αποφάσεων. H οικονομία μας κατόρθωσε να περάσει τις ~ αρνητικών εξωτερικών και εσωτερικών συγκυριών.
[λόγ. < αρχ. πέτραι Συμπληγάδες]
- συναγρίδα η [sinaγríδa] Ο26 : είδος ψαριού με ανοιχτό καστανό, ρόδινο χρώμα, που ζει σε βαθιά και καθαρά νερά και που ψαρεύεται για το εκλεκτό του κρέας: ~ βραστή / ψητή.
[μσν. συναγρίδα < αρχ. συναγρίς, αιτ. -ίδα]
- συννυφάδα η [sinifáδa] Ο26 : καθεμιά από τις συζύγους δύο αδελφών στη σχέση που έχουν μεταξύ τους: Είμαστε συννυφάδες με τη Mαρία. Πήγα στη ~ μου.
[ελνστ. σύννυμφ(ος) `κουνιάδα΄ με αφομ. [mf > ff], απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] και μεταπλ. -άδα κατά το κουνιάδα]
- συστάδα η [sistáδa] Ο26 : πυκνό άθροισμα, κυρίως στις χρήσεις ~ δέντρων, σύνολο από δέντρα που φύονται το ένα κοντά στο άλλο. ~ θάμνων. ~ νησιών, ομάδα γειτονικών νησιών, σύμπλεγμα.
[λόγ. < αρχ. συστάς, αιτ. -άδα]
- σφραγίδα η [sfrajíδa] Ο26 : I1α.μικρό αντικείμενο με κινητά ή έκτυπα στη μία επιφάνειά του ψηφία ή παραστάσεις, που αφήνουν ένα μελανό αποτύπωμα επάνω σε έγγραφο ή σε άλλο αντικείμενο, με το οποίο πιστοποιείται κτ.: Mεταλλική / ξύλινη ~. Ο γραμματέας κρατάει τη ~ της κοινότητας / του συλλόγου. H μεγάλη ~ του κράτους, για τη σφράγιση επίσημων εγγράφων. (έκφρ.) σύλλογος / εταιρεία (κτλ.) ~, που υπάρχει μόνο τυπικά. || αντικείμενο παρόμοιο με το παραπάνω, που αφήνει ανάγλυφο αποτύπωμα επάνω σε μια μαλακή μάζα, συνήθ. σε κερί. β. το μελανό ή ανάγλυφο αποτύπωμα που αφήνει η σφραγίδα, όταν την πιέσουν επάνω σε μια επιφάνεια: H βεβαίωση της εφορίας έχει τη ~ του διευθυντή. Tο γράμμα έχει τη ~ του γραφείου αποστολής. Tα γνήσια αντίτυπα έχουν τη ~ του εκδότη. 2. σήμα που μπαίνει σε ένα εμπορικό προϊόν και που πιστοποιεί τη γνησιότητά του ή την αναγνώριση της ποιότητάς του. 3. (εκκλ.) ~ δωρεάς του Aγίου Πνεύματος, το χρίσμα με το άγιο μύρο. Εκκλησιαστική ~, τελετουργική πράξη με την οποία απονέμεται ένα εκκλησιαστικό αξίωμα. (έκφρ.) ~ δωρεάς, για έμφυτο χάρισμα: Aυτός ο καλλιτέχνης / ο χριστιανός φέρει τη ~ της δωρεάς. II. (μτφ.) για κτ. που χαρακτη ρίζει ιδιαίτερα και καθοριστικά ένα άτομο, ένα πνευματικό έργο, μια κατάσταση, ένα φαινόμενο: H μουσική του Mπετόβεν φέρει τη ~ της μεγαλοφυΐας του. Ο Ραφαήλ έβαλε ανεξίτηλη τη ~ του στην Aναγέννηση. H κοινωνία τού έβαλε τη ~ του περιθωριακού / του αναρχικού.
σφραγιδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. σφραγιδούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. [λόγ.: Ι: αρχ. σφραγίς, αιτ. -ίδα (I1β, 3: ελνστ. σημ.)· ΙΙ: σημδ. γαλλ. sceau· σφραγίδ(α) -ούλα]
- σφυρίδα η [sfiríδa] Ο26 : είδος ψαριού με μακρόστενο σώμα, γκριζωπό χρώμα με κιτρινωπές βούλες και με αρκετά μεγάλο μήκος, που ζει σε βαθιά νερά και που ψαρεύεται για το εκλεκτό κρέας του: Bραστή / ψητή ~.
[ελνστ. σφύρ(αινα) μεταπλ. -ίδα κατά το συναγρίδα (διαφ. το αρχ. σφυρίς, σπυρίς `μεγάλο καλάθι΄)]
- σχισμάδα η [sxizmáδa] & σκισμάδα η [s
izmáδa] Ο26 : σχισμή. [σκ-: μσν. σχισμάδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < σχισμ(ή) -άδα· σχ-: λόγ. επίδρ.]
- ταρταρούγα η [tartarúγa] Ο26 : όστρακο χελώνας με το οποίο κατασκευάζουν διάφορα αντικείμενα, όπως π.χ. σκελετούς γυαλιών, χτένες κτλ.
[αντδ. < ιταλ. tartaruga `χελώνα΄ < υστλατ. tartarucus `δαίμονας του Τάρταρου΄ < ελνστ. Ταρταροῦχος (επειδή η χελώνα θεωρούνταν σύμβο λο του κακού πνεύματος)]