Dictionary of Standard Modern Greek
| 370 items total [21 - 30] | << First < Previous Next > Last >> |
- αμνάδα η [amnáδa] Ο26 : θηλυκό πρόβατο μικρής ηλικίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀμνάς, αιτ. -άδα]
- αμοιβάδα η [amiváδa] Ο26 : 1.μονοκύτταρο πρωτόζωο της τάξης των αμοιβαδοειδών, το οποίο ζει στο νερό ή σε υγρά μέρη και μετακινείται με ψευδοπόδια. 2. (πληθ.) αρρώστια των εντέρων που προκαλείται από την είσοδο αμοιβάδων στον οργανισμό· αμοιβάδωση.
[λόγ. αντδ. αμοιβ(άς) -άδα < αγγλ. amoeba (πληθ. amoebas που θεωρήθηκε θηλ. εν.) < νλατ. amoeba < αρχ. ἀμοιβή, στη σημ.: `εναλλαγή΄]
- αναδεντράδα η [anaδendráδa] Ο26 : είδος αναρριχώμενης κληματαριάς.
[αρχ. ἀναδενδράς, αιτ. -άδα (προφ. [nd] )]
- ανεμίδα η [anemíδa] Ο26 : το ανεμίδι της υφαντικής.
[ανεμίδ(ι) μεγεθ. -α]
- αντηρίδα η [andiríδa] Ο26 : 1α.(αρχιτ.) στενός και επικλινής τοίχος που χτίζεται κάθετα σε άλλο μεγαλύτερο για να τον στηρίζει: Εσωτερική / εξωτερική ~. β. πρόχειρος πέτρινος τοίχος που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση του χώματος σε κατηφορικό έδαφος. γ. (τεχνολ.) οποιοδήποτε ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα. 2. παραφυάδα. α. βουνό που έχει διαφορετική κατεύθυνση και έτσι προεξέχει από την κεντρική οροσειρά στην οποία ανήκει: Οι αντηρίδες της Πίνδου. β. βλαστός φυτού που φυτρώνει δίπλα στον κεντρικό από την ίδια ρίζα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀντηρίς, αιτ. -ίδα· 2: σημδ. γαλλ. contrefort]
- αποφράδα [apofráδa] Ε (βλ. Ο26) : μόνο στην έκφραση ~ ημέρα, για ημέρα που συνδέεται με κάποιο τραγικό γεγονός, το οποίο σημάδεψε τη ζωή ενός ατόμου ή συνήθ. ενός λαού, και που θεωρείται δυσοίωνη: H Tρίτη είναι ~ ημέρα. Είκοσι εννέα Mαΐου 1453, η ~ ημέρα που έπεσε η Πόλη.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. ἀποφράδες ἡμέραι]
- αραβίδα η [aravíδa] Ο26 : 1.βραχύκαννο πυροβόλο όπλο που χρησιμοποιούσε παλαιότερα το ιππικό και το πυροβολικό. 2. αυτόματο πυροβόλο όπλο: ~ Tόμσον.
[λόγ. αραβ(ίς) -ίδα ίσως παρετυμ. ή παρανάγνωση του γαλλ. carabine `καραμπίνα΄]
- αράδα η [aráδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) 1. σειρά: α. προσώπων· στοίχος: Mπείτε όλοι στην ~. β. πραγμάτων· γραμμή: Kουτιά τοποθετημένα στην ~. 2. σειρά τυπογραφικών στοιχείων εντύπου ή γραμμάτων γραπτού κειμένου γενικότερα· στίχος, γραμμή: Tο κείμενο έχει δέκα αράδες. Mου έγραψε ένα γράμμα δύο αράδες, σύντομο. || τυπωμένη γραμμή τετραδίου, σημειωματάριου κτλ.: H κάθε σελίδα έχει είκοσι αράδες. 3. σειρά χρονικής διαδοχής, ακολουθίας: Ο καθένας με την ~ του. ΠAΡ Aν είσαι και παπάς*, με την ~ σου θα πας. ΦΡ (για πρόσ. ή πργ.) της αράδας, μέτριας, κατώτερης, ασήμαντης αξίας ή ποιότητας: Συγγραφέας / ποιητής της αράδας. Aγοράζει φορέματα της αράδας· ΣYN ΦΡ της σειράς. 4. (ως επίρρ.) α. (τοπ.) στη σειρά: Φάγαμε καθισμένοι ~. β. (χρον.) συνεχώς, χωρίς διακοπή, εξακολουθητικά: Λέει ψέματα / βλακείες / ανοησίες ~.
[μσν. αράδα < βεν. arada `περιεχόμενο αλωνιού, αλετριά΄]
- αραχίδα η [araxíδa] Ο26 : φυτό που καλλιεργείται σε θερμά κλίματα και που καρπός του είναι τα αράπικα φιστίκια.
[λόγ. αντδ. αραχ(ίς) -ίδα < γαλλ. arachide (στη νέα σημ.) < λατ. arachida < ελνστ. ἀράχιδνα `λαθού ρι΄]
- αρίδα η [aríδa] Ο26 : 1.είδος τρυπανιού (ξυλουργικού, γεωτρήσεων κτλ.). 2. (μτφ.) το πόδι: Mάζεψε την ~ σου! ΦΡ απλώνω την ~ μου, ξαπλώνω αναπαυτικά, πιάνω πολύ χώρο, τεμπελιάζω.
[μσν. αρίδα < αρχ. ἀρίς, αιτ. -ίδα (στη σημ. 1)]



