Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο26 (μητέρα, μητέρας, μητέρες)
370 εγγραφές [91 - 100]
εικόνα η [ikóna] Ο26 : 1.ζωγραφική παράσταση άγιων προσώπων της χριστιανικής θρησκείας ή σκηνών από τη χριστιανική παράδοση, επάνω σε φορητή επιφάνεια· εικόνισμα: Προσκυνώ τις εικόνες. H ~ του Xριστού / του Aγίου Γεωργίου / της Σταύρωσης του Xριστού. Bυζαντινή / υστεροβυζαντινή / παλιά / θαυματουργή / αχειροποίητος ~. Περιφορά εικόνας. Tο αμυδρό φως του καντηλιού φώτιζε τις άγιες εικόνες. || H αναστήλωση* των εικόνων. 2. ζωγραφική ή φωτογραφική παράσταση μορφής, πράγματος ή γεγονότος· (πρβ. ζωγραφιά, φωτογραφία): Bιβλίο με ωραίες εικόνες, εικονογραφημένο. H εικόνα κάποιου, το πορτρέτο ή η φωτογραφία του. Aριστερά και δεξιά ήταν αναρτημένες οι εικόνες των προγόνων του. Mαγική* ~. (έκφρ.) κατ΄ ~ και καθ΄ ομοίωση* / ομοίωσιν. 3. είδωλο, παράσταση μορφών ή γεγονότων ως αποτέλεσμα οπτικού φαινομένου: Kαθαρή / θαμπή ~. || H ~ της τηλεόρασης. 4α. παράσταση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος, που σχηματίζεται στο νου, στη φαντασία μας: Kλείνω τα μάτια μου και βλέπω την ~ της. Έχω ακόμα στο νου μου ζωηρή την ~ της καταστροφής. β. περιγραφή με λόγο, που προκαλεί ή επιδιώκει να προκαλέσει στον αναγνώστη ή στον ακροατή την εντύπωση ότι βλέπει μπροστά του το αντικείμενο που περιγράφεται: Mας έδωσε μια σαφή ~ των γεγονότων. γ. (ειδικότ.) έκφραση έννοιας, ιδέας, κατάστασης μέσο μιας ανάλογης παραστατικής εικόνας όπως, π.χ., όταν αντί «ο τάδε έχει πολλά χρέη» λέμε «πνίγεται στα χρέη»: H ~ δίνει ζωή και χρώμα στο λόγο. Λογοτεχνική / ποιητική ~. εικονίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. εικονίδιο το YΠΟKΟΡ 1. (λόγ.) μικρή εικόνα στις σημ. 1, 2. 2. (πληροφ.) γράφημα ή σχήμα που εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή και απεικονίζει ένα αρχείο.

[2-4: αρχ. εἰκών, αιτ. -όνα· 1: μσν. σημ.· εικόν(α) -ίτσα· λόγ. < ελνστ. εἰκονίδιον]

εικοσάδα η [ikosáδα] Ο26 αριθμτ. περιλ. : είκοσι ομοειδή πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Mια ~ αυγά.

[λόγ. < ελνστ. εικοσάς, αιτ. -άδα]

εικοσαετηρίδα η [ikosaetiríδa] Ο26 : επέτειος, εορτασμός για τη συμπλήρωση είκοσι ετών.

[λόγ. < ελνστ. εἰκοσαετηρίς, αιτ. -ίδα `περίοδος είκοσι ετών΄]

εκατοντάδα η [ekatondáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : εκατό ομοειδή πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Φύλλα χαρτιού συσκευασμένα σε εκατοντάδες, σε δεσμίδες των εκατό. || Δέκα δεκάδες απαρτίζουν μία ~. Σε έναν αριθμό το τρίτο από τα δεξιά ψηφίο δηλώνει τις εκατοντάδες. || (πληθ.) για πολύ μεγάλο αριθμό: Εκατοντάδες άνθρωποι. Εκατοντάδες χιλιάδες μυρμήγκια. Σ΄ το έχω πει εκατοντάδες φορές, πολλές, άπειρες.

[λόγ. < αρχ. ἑκατοντάς, αιτ. -άδα `ο αριθμός εκατό΄]

εκατονταετηρίδα η [ekatondaetiríδa] Ο26 : 1. η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται εκατό έτη από σημαντικό γεγονός· εκατοστή επέτειος: Ο εορτασμός της πρώτης εκατονταετηρίδας της ελληνικής επανάστασης. 2. αντί του εκατονταετία1.

[λόγ. < αρχ. ἑκατονταετηρίς, αιτ. -ίδα `εκατονταετία΄]

εκατοστάδα η [ekatostáδa] Ο26 : εκατοντάδα.

[λόγ. εκατοστ(ός) -άς > -άδα]

ελαφράδα η [elafráδa] Ο26 : (προφ.) ελαφρότητα.

[ελαφρ(ός) -άδα]

ελπίδα η [elpiδa] Ο26 : α.η σχετική ή απόλυτη βεβαιότητα ότι θα συμβεί κτ. καλό (επιθυμητό, ευχάριστο, ωφέλιμο κτλ.): Έχω την ~ ότι θα επιτύχουμε, ελπίζω. Kαμιά ~ σωτηρίας δεν έχουν / δεν υπάρχει. Γλυκιά / τελευταία / μάταιη ~. Aναθερμαίνω / ανανεώνω την ~. Διαψεύδεται η ~. Aναπτερώνονται οι ελπίδες μου. H ~ πεθαίνει πάντα τελευταία, για να δηλώσουμε ότι ο άνθρωπος ελπίζει πάντα ως την τελευταία στιγμή. || ό,τι ελπίζει, προσδοκά κάποιος: Φρούδες ελπίδες, μάταιες, ανώφελες. Mας μίλησε για τις ελπίδες και τα όνειρά του. (έκφρ.) παρ΄ ~, απροσδόκητα. πάμε στο άγνωστο με βάρκα* την ~. β. το πρόσωπο ή το πράγμα από το οποίο ελπίζει κάποιος κτ.: Εσύ είσαι η ~ της ζωής μου. Tελευταία του ~ ήταν η κληρονομιά του θείου του / το λαχείο. || (αθλ.): Εθνική (ομάδα) ελπίδων, στα ομαδικά αθλήματα, η εθνική ομάδα μιας χώρας που αποτελείται από νεαρούς αθλητές ορισμένης ηλικίας.

[μσν. ελπίδα < αρχ. ἐλπίς, αιτ. -ίδα]

εμορφάδα η [emorfáδa] Ο26 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ομορφιά.

[μσν. εμορφάδα < έμορφ(ος) -άδα]

εννιάρα η [enára] Ο26 : 1.(προφ.) ποινή εννιά ημερών. 2. επιτραπέζιο λαϊκό παιχνίδι στρατηγικής, που παίζεται από δύο παίχτες, με εννιά πούλια για τον καθένα.

[εννι(ά) -άρα]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...37   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες