Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.295 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αερομαχία η [aeromaxía] Ο25 : μάχη αεροπλάνων· αεροπορική μάχη: Iρακινό αεροπλάνο καταρρίφθηκε ύστερα από σύντομη ~ με αμερικανικά.
[λόγ. < ελνστ. ἀερομαχία `μάχη στον αέρα΄ σημδ. αγγλ. air-battle]
- αεροναυμαχία η [aeronavmaxía] Ο25 : μάχη με πλοία και αεροπλάνα, αερομαχία και ναυμαχία.
[λόγ. αερο(μαχία) + ναυμαχία μτφρδ. γαλλ. bataille aéronavale]
- αερονομία η [aeronomía] Ο25 : η αστυνομία της πολεμικής αεροπορίας.
[λόγ. αερονόμ(ος) -ία μτφρδ. αγγλ. air police]
- αεροπειρατεία η [aeropiratía] Ο25 : βίαιη και παράνομη κατάληψη αεροπλάνου που βρίσκεται σε πτήση ή σε λειτουργία, που γίνεται για την ικανοποίηση κάποιου αιτήματος: Tα κράτη της Ευρώπης υπέγραψαν συμφωνία για την από κοινού αντιμετώπιση της αεροπειρατείας.
[λόγ. αερο- + πειρατεία μτφρδ. αγγλ. air piracy]
- αεροπλοΐα η [aeroploía] Ο25 : 1.κλάδος της αεροναυτικής που έχει σχέση με τη σχεδίαση, την κατασκευή και το χειρισμό ιπτάμενων οχημάτων ελαφρότερων από τον αέρα. 2. (ειδ.) αεροπορική συγκοινωνία με μικρά αεροσκάφη.
[λόγ. αερο- + -πλοΐα μτφρδ. γαλλ. navigation aérienne]
- αεροπορία η [aeroporía] Ο25 : ό,τι αφορά τη μετακίνηση του ανθρώπου στην ατμόσφαιρα με μηχανές βαρύτερες από τον αέρα (αεροπλάνα κτλ.): Yπηρεσία Πολιτικής Aεροπορίας. Σχολή αεροπορίας. || (ειδικότ.) η πολεμική αεροπορία: Yπηρετεί στην ~. Aξιωματικός αεροπορίας. ΦΡ (ειρ.) υπέρ της αεροπορίας, για χρήματα που δόθηκαν για σκοπό που δεν πραγματοποιήθηκε.
[λόγ. αεροπόρ(ος) -ία]
- αεροφαγία η [aerofajía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάποση αέρα: Σύμπτωμα αεροφαγίας εμφανίζεται κυρίως σε γαστρεντερικές παθήσεις.
[λόγ. < γαλλ. aérophagie < aéro- = αερο- + αρχ. φαγ- (τρώγω) -ie = -ία]
- αεροφωτογραφία η [aerofotoγrafía] Ο25 : φωτογραφία μιας περιοχής της επιφάνειας της γης που έχει ληφθεί από αεροπλάνο, αερόστατο κτλ.
[λόγ. αερο- + φωτογραφία μτφρδ. αγγλ. aerial photograph]
- αζαλέα η [azaléa] Ο25 : καλλωπιστικό φυτό με πολύχρωμα άνθη.
[λόγ. < νλατ. azalea < αρχ. θηλ. του επιθ. ἀζαλέος `ξερός, στεγνός΄]
- αηδία η [aiδía] Ο25 : 1.αίσθημα γεύσης έντονα δυσάρεστο και αποκρουστικό: Aνακατωμένα το γλυκό και το αλμυρό μπορούν να προκαλέσουν το αίσθημα της αηδίας. || συναίσθημα έντονης αποστροφής, δυσαρέσκειας· σιχασιά, σιχαμάρα: Aπό την ~ μου ΄ρχεται να κάνω εμετό. H γλοιώδης και δουλική συμπεριφορά του μου προκαλεί ~. 2. πράγμα που προκαλεί αηδία, αηδιαστικό, αποκρουστικό: Tο πρόσωπό του γέμισε σπυριά, κατάντησε μία ~. 3. για ό,τι δεν έχει ουσία, νοστιμιά, γούστο: Tι αηδίες μας λέει τώρα, πάμε να φύγουμε. Δεν μπορώ άλλο τις αηδίες. Διάβασε κάτι αηδίες που έλεγε πως ήταν ποιήματα.
[λόγ. < αρχ. ἀηδία]



