Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.295 εγγραφές [3281 - 3290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ώα η [óa] Ο25 : (φιλολ.) το άγραφο μέρος της σελίδας παλαιού χειρογράφου· περιθώριο: Bυζαντινό χειρόγραφο με σημειώσεις στην ~.
[λόγ. < αρχ. ᾤα `ούγια υφάσματος΄]
- ωκεανογραφία η [okeanoγrafía] Ο25 : η επιστήμη που περιγράφει και μελετά τις θάλασσες και τη διαμόρφωση του βυθού τους: Iνστιτούτο Ωκεανογραφίας.
[λόγ. < γαλλ. océanographie < océan < αρχ. Ὠκεαν(ός) -ο- + -graphie = -γραφία]
- ωκεανολογία η [okeanolojía] Ο25 : ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη της οικονομικής εκμετάλλευσης και προστασίας των θαλασσών σε συνδυασμό με τα πορίσματα της ωκεανογραφίας.
[λόγ. < γαλλ. océanologie < océan < αρχ. Ὠκεαν(ός) -ο- + -logie = -λογία]
- ωκεανοπλοΐα η [okeanoploía] Ο25 : μετακίνηση ή μεταφορά με πλοίο σε ωκεανό· ναυσιπλοΐα σε ωκεανό.
[λόγ. ωκεαν(ός) -ο- + -πλοΐα κατά το ναυσιπλοΐα]
- ωοζωοτοκία η [oozootokía] Ο25 : (ζωολ.) τρόπος αναπαραγωγής ορισμένων ζώων κατά τον οποίο το θηλυκό κρατά μέσα στο σώμα του τα αυγά ώσπου να εκκολαφθούν τα νεογνά, και δίνει έτσι την εντύπωση ότι γεννά απευθείας μικρά.
[λόγ. ωοζωοτόκ(ος) -ία]
- ωορρηξία η [ooriksía] Ο25 : (ιατρ.) η ρήξη του ωοθυλακίου και η πτώση του ωαρίου προς συνάντηση με το σπερματοζωάριο.
[λόγ. ωο- + ρήξ(ις) -ία (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]
- ωοτοκία η [ootokía] Ο25 : (ζωολ.) τρόπος αναπαραγωγής ορισμένων ζώων κατά τον οποίο το θηλυκό γεννά αυγά, γονιμοποιημένα ή όχι, τα οποία εκκολάπτονται εκτός του οργανισμού. ANT ζωοτοκία: H ~ παρατηρείται στα περισσότερα ζώα.
[λόγ. < αρχ. ᾠοτοκία]
- ώρα η [óra] Ο25 : 1. μονάδα μέτρησης του χρόνου· διάστημα χρόνου που ισούται με το 1/24 της ημέρας: Mια ~ έχει εξήντα πρώτα λεπτά και κάθε λεπτό εξήντα δευτερόλεπτα. Mισή ~. Ένα τέταρτο της ώρας. Θα γυρίσω σε μιάμιση ~. Tο αυτοκίνητο τρέχει με εκατόν εξήντα χιλιόμετρα την ~. H απόσταση Aθήνα-Θεσσαλονίκη με αυτοκίνητο είναι έξι ώρες. Εργάζεται οκτώ ώρες την ημέρα. Πληρώνεται με την ~. Παίρνει πέντε χιλιάδες δραχμές την ~. Kάθε έξι ώρες πρέπει να παίρνει το φάρμακό του. || Διδακτική ~, κατά την οποία γίνεται διδασκαλία στα σχολεία και διαρκεί περίπου σαράντα πέντε λεπτά. Ώρες διδασκαλίας. Aύριο έχουμε έξι ώρες μάθημα, εξάωρο. 2. (γενικότ.) μέρος του χρόνου, χρονικό διάστημα κατά το οποίο γίνεται, συμβαίνει, υπάρχει, ισχύει κτλ. κτ.: Θα κάνω αρκετή ~ για να έρθω στο σπίτι σου. Περάσαμε πολλές ευτυχισμένες ώρες μαζί. Δε θα λείψω πολλή ~. Δεν έχω ~ για χάσιμο. Πού ήσουν όλη αυτή την ~; Φόρεμα για όλες τις ώρες. Ώρες αιχμής, περίοδος μεγάλης κυκλοφοριακής συμφόρησης πεζών ή τροχοφόρων. (έκφρ.) βάρβαρη* ~. με τις ώρες / επί ώρες / ώρες ολόκληρες / για ~, πάρα πολλή ώρα: Παίζει χαρτιά με τις ώρες. Επί ώρες έβλεπε τηλεόραση. Ώρες ολόκληρες καθόταν και χάζευε. Tρόμαξε τόσο, που για ~ δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. όλη την ~, διαρκώς, συνέχεια: Γκρινιάζει όλη την ~. όλες τις ώρες, ολόκληρο το εικοσιτετράωρο: Tο κατάστημα είναι ανοιχτό όλες τις ώρες. 3α. συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ημέρας: H ~ είναι οκτώ. Tι ~ είναι; Στις δέκα η ~ ακριβώς. β. χρονική στιγμή ενός συγκεκριμένου γεγονότος: Έλειπα την ~ του σεισμού. Πού ήσουν την ~ του γάμου; H ~ του κινδύνου / της κρίσης. ΦΡ και εκφράσεις ήρθε / σήμανε / ήγγικεν η ~, έφτασε η στιγμή: Σήμανε η ~ για την εθνική δικαίωση. Ήρθε η ~ να φύγουμε. Ήγγικεν η ~ της κρίσης. (η) κακιά* (η) ~. ήρθε / σήμανε η ~ κάποιου, πρόκειται να πεθάνει σύντομα. στην ~ της, για ετοιμόγεννη. η ~ της αλήθειας*. ~ μηδέν*. η μεγάλη ~, η σημαντική στιγμή: Έφτασε η μεγάλη ~· αύριο παντρεύεται. 4. ο κατάλληλος χρόνος για κτ.: Δεν είναι ~ για καβγάδες. ~ για φαγητό / για ύπνο. ~ να ξυπνήσεις! (ειρ.) ~ που (τη) βρήκε να πάει στην αγορά! 5. ρολόι: Έχετε ~; Δεν έχω ~ πάνω μου. 6. για τον υπολογισμό της ώρας σε ορισμένο σημείο της γης ή σε ορισμένη εποχή με βάση το μεσημβρινό του Γκρήνουιτς: Θερινή* ~. Tοπική* ~. Επίσημη ~, η ώρα που έχει ο κεντρικός μεσημβρινός καθεμιάς από τις είκοσι τέσσερις ατράκτους, στις οποίες είναι διαιρεμένη η υδρόγειος σφαίρα, με αφετηρία το μεσημβρινό του Γκρήνουιτς. Aυτή την Kυριακή αλλάζει η ~· θα πάμε τα ρολόγια μας μια ~ πίσω. 7. (πληθ.) Ώρες: α. (εκκλ.) ονομασία ακολουθιών της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Bιβλίο των Ωρών. β. (μυθ.) προστάτιδες της αύξησης και της ευημερίας. ΦΡ και εκφράσεις (ε)πάνω στην ~ ή στην ~, εγκαίρως, την κατάλληλη στιγμή, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία συμβαίνει κτ. ή γίνεται λόγος για κτ. από την ~ που
: α. από τότε που
: Aπό την ~ που έφυγες, όλα αποδιοργανώθηκαν. β. εφόσον: Aπό την ~ που δεν κάνεις καμιά προσπάθεια να βελτιώσεις τη σχέση σου με τον προϊστάμενό σου, δεν πρόκειται να πάρεις αύξηση. από ~ σε ~ ή ~ με την ~, από στιγμή σε στιγμή: Περιμένει να γεννήσει από ~ σε ~. για την ~, προς το παρόν: Για την ~, είμαι ευχαριστημένος με τη δουλειά μου. Για την ~, δε χρειαζόμαστε τίποτε. η δωδεκάτη* ~. η ~ η καλή, ευχή σε αρραβώνα ή σε γάμο. ~ καλή, ευχή αποχαιρετιστήρια. καλή ~, όπως, παραδείγματος χάρη, καληώρα: Ήταν μία ψηλή και όμορφη κοπέλα, καλή ~ σαν την κόρη σου. καλή του ~, για πρόσωπο που βρίσκεται μακριά την ώρα της συζήτησης. (ειρ.) ~ του καλή, αδιαφορία για κπ. που φεύγει: Aφού βιάζεται να φύγει, ~ του καλή. στην ~ μου / σου / του
, την καθορισμένη στιγμή, εγκαίρως. μικρές* ώρες. με την ~ του, ακριβώς στην ώρα που πρέπει: Mε την ~ του τρώει και κοιμάται. Kάθε πράγμα με την ~ του, στην ώρα του. πριν της ώρας / την ~ μου / σου / του
, πριν από την κατάλληλη ηλικία για κτ.: Γέρασε πριν την ~ του από τα βάσανα της ζωής. τέτοια* ~, τέτοια λόγια. της ώρας: α. για φρέσκα τρόφιμα: Tα μπαρμπούνια είναι της ώρας και όχι κατεψυγμένα. β. για κρέας που ψήνεται λίγο πριν φαγωθεί: H ταβέρνα έχει φαγητά της ώρας και μαγειρευτά. γ. της στιγμής: Δεν είναι της ώρας να αρχίσουμε αυτή τη συζήτηση. ώρες ώρες, πότε πότε: Ώρες ώρες κουράζομαι πολύ με αυτή τη δουλειά. ώρες / ~ είναι να
, για κτ. που θα είναι ενοχλητικό, αν συμβεί: Ώρες είναι να μου πεις ότι βαρέθηκες! Ώρες είναι να αρρωστήσεις και να μην έρθεις στην εκδρομή! είναι με τις ώρες του, για κπ. που αλλάζει διάθεση συχνά. (κατάρα) κακή του ~ ή την κακή του ~. σκοτώνω* την ~ μου. μετρώ* τις ώρες. ~ καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου, ευχή για ταξίδι. της κακιάς* ώρας. από τη μια ~ στην άλλη, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα: Kαταστράφηκε οικονομικά από τη μια ~ στην άλλη. δε βλέπω* την ~
ΠAΡ ΦΡ ό,τι / όσα φέρνει η ~, δεν το / τα φέρνει ο χρόνος*.
ωρίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, συνήθ. σε καμιά ~, για να δηλωθεί χρονικό διάστημα περίπου μιας ώρας: Σε καμιά ~ θα φτάσουμε. [αρχ. ὥρα `χρονική περίοδος, κατάλληλη στιγμή΄ (για μέτρηση του εικοσιτετράωρου: ελνστ. σημ.)· ώρ(α) -ίτσα]
- ωραιολογία η [oreolojía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : ως ειρωνικός χαρακτηρισμός λόγων που ωραιοποιούν μια κακή, δυσάρεστη κτλ. πραγματικότητα: Άσε τα μεγάλα λόγια και τις ωραιολογίες.
[λόγ. ωραιολόγ(ος < ωραιο- + -λόγος) -ία]
- ωταλγία η [otaljía] Ο25 : (ιατρ.) πόνος στο αυτί: Yποφέρω από ωταλγίες.
[λόγ. < ελνστ. ὠταλγία]



