Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο25α (πείνα, πείνας, πείνες)
1.018 εγγραφές [991 - 1000]
χαμούρα η [xamúra] Ο25α : (λαϊκ.) γυναίκα πολύ κακής ηθικής· τσούλα.

[ίσως τουρκ. hamur `ζυμάρι, διάθεση του χαρακτήρα, ανακάτεμα΄ (ίσως με βάση το σπάν. νεοελλ. χαμούρι `ζυμάρι΄)]

χασούρα η [xasúra] Ο25α : (οικ.) α. χάσιμο χρημάτων σε τυχερό παιχνίδι και κυρίως στο χαρτοπαίγνιο: Xτες είχα μεγάλη ~. β. οικονομική ζημιά σε επιχείρηση: Tο μαγαζί φέτος είχε ~.

[χασ- (χάνω) -ούρα]

χέστρα η [xéstra] Ο25α : (προφ., λαϊκ.) εξάρτημα του χώρου της τουαλέτας προσαρμοσμένο μόνιμα στο έδαφος, που χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών του ανθρώπου· λεκάνη.

[χεσ- (χέζω) -τρα]

χηρεία η [xiría] Ο25α : 1.η κατάσταση του χήρου ή της χήρας: Tης συμπαραστάθηκε πολύ στα δύσκολα χρόνια της χηρείας της. Δεν άντεξε τη ~ και ξαναπαντρεύτηκε. 2. (λόγ.) για θέση που χηρεύει2: H μητρόπολη τελεί σε ~.

[λόγ. < αρχ. χηρεία]

χιλιάρα η [xiára] Ο25α : 1.μπουκάλα που χωρούσε χίλια δράμια (δυόμισι οκάδες): Mια ~ λάδι. 2. βενζινοκίνητο δίκυκλο με κινητήρα χιλίων κυβικών, και ως επίθ.: Έχει μια ~ (μηχανή).

[χίλι(α) -άρα]

χοντρέλα η [xondréla] Ο25α & χοντρέλω [xondrélo] Ο37α : (μειωτ.) γυναίκα πολύ παχιά: Mια ~ σαν βαρέλα.

[χοντρ(ός) -έλα < -έλ(ι) μεγεθ. -α· χοντρέλ(α) -ω]

χούντα η [xúnda] Ο25α : 1.ομάδα συνήθ. στρατιωτικών, που καταλαμβάνει βίαια την πολιτική εξουσία και που τη διατηρεί με καταπιεστικά και τρομοκρατικά μέσα. 2. περίοδος κατά την οποία κατέχει την εξουσία μια χούντα: Στη ~ ήταν φυλακισμένος.

[λόγ. < ισπαν. junta]

χωματίλα η [xomatíla] Ο25α : 1.η μυρωδιά του νωπού χώματος. 2. για να δηλώσουμε το θάνατο, κυρίως στις ΦΡ κάποιος μυρίζει ~, είναι ετοιμοθάνατος· ΣYN ΦΡ μυρίζει λιβάνι. κτ. μυρίζει ~ και λιβάνι, μας φέρνει στο νου το θάνατο.

[χωματ- (χώμα) -ίλα]

χωριατοπούλα η [xorjatopúla] Ο25α : κορίτσι που κατάγεται από χωριό και ζει σ΄ αυτό.

[χωριάτ(ης) -οπούλα]

ψάθα η [psáθa] Ο25α : 1.ποώδες, πολυετές και ελοχαρές φυτό με μακρύ και εύκαμπτο στέλεχος· τύφη. 2. το μακρύ, λεπτό και εύκαμπτο στέλεχος του παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ποικίλων αντικειμένων. 3. πλέγμα από ψάθα: Mια παλιά ξύλινη καρέκλα με φθαρμέ νη ~. 4. αντικείμενο κατασκευασμένο από πλέγμα ψάθας. α. καπέλο με φαρδύ γύρο· (πρβ. ψαθάκι). β. πρόχειρο κάλυμμα δαπέδου. ΦΡ στην ~, σε κατάσταση έσχατης ένδειας, μεγάλης φτώχειας και χωρίς βοήθεια ή συμπαράσταση από άλλους: Πέθανε στην ~, πάμφτωχος και εγκαταλειμμέ νος από όλους. Έμεινε στην ~, κατάντησε πάμφτωχος και μόνος. γ. πολύ λεπτό ψάθινο στρώμα για την άμμο, που χρησιμοποιείται συνήθ. από τους λουόμενους: Πάρε και τις ψάθες μαζί σου για να κάνουμε ηλιοθεραπεία. 5. (ναυτ.) είδος τραπεζοειδούς ιστίου.

[μσν. ψάθα < ψαθ(ί) μεγεθ. ]

< Προηγούμενο   1... 98 99 [100] 101 102   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες