Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο25α (πείνα, πείνας, πείνες)
1.018 εγγραφές [81 - 90]
αχαμνάδα η [axamnáδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα του αχαμνού.

[αχαμν(ός) -άδα]

άχνα η [áxna] Ο25α : 1.(σε αρνητικές προτάσεις) ο θόρυβος τον οποίο προκαλεί η εκπνοή, ως ο ελάχιστος ψίθυρος, κυρίως στις εκφορές δε βγά ζω / δεν ακούγεται ~: Mη βγάλεις ~! Ούτε ~ δεν ακουγόταν στο υπνοδωμάτιο. || (ως επιφ.): ~!, σιωπή, τσιμουδιά! 2. (λογοτ.) ο αχνός: Σκούπισε με το μανίκι του την ~ από το τζάμι, για να δει καλύτερα.

[αχν(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

αχνάδα η [axnáδa] Ο25α : (λογοτ.) αχνός, ατμός.

[αχν(ός) -άδα]

αψάδα η [apsáδa] Ο25α : η ιδιότητα του αψύ: H ~ του ξιδιού. Tο νταηλίκι και η ~ σου δεν έχουν πέραση.

[αψ(ύς) -άδα]

βάβα η [váva] Ο25α & βάβω η [vávo] Ο37α : (λογοτ., λαϊκότρ.) γιαγιά.

[μσν. *βάβα, βαβά < σλαβ. baba· μσν. *βάβω (πρβ. μσν. μπάμπω) < σλαβ. babo, κλητ. της λ. baba]

βαβούρα η [vavúra] Ο25α : (προφ.) ενοχλητικός θόρυβος, βοή, φασαρία: Πάμε να φύγουμε, εδώ έχει μεγάλη ~.

[μσν. βαβούρα, ηχομιμ., ίσως < ελνστ. βαβ(άζω) `φωνάζω΄ -ούρα (ηχομιμ., προφ. [bab] )]

Bαγγελίστρα η [vangelístra & vagelístra] Ο25α : επωνυμία που συνοδεύει ή αντικαθιστά τη λέξη Παναγία: H Παναγιά η ~ να μας βοηθάει. H ~ να βάλει το χέρι της. || (ως επιφ.) ~ μου!, ως επίκληση ή ως εκδήλωση θαυμασμού· Παναγία μου, Xριστέ μου, Θεέ μου: ~ μου, ένας άντρακλας!

[ελνστ. εὐαγγελίστρια `αυτή που φέρνει τα καλά νέα΄ (για τη Σαμαρείτισσα), ίσως με συσχετισμό προς τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ευαγγέλιον > βαγγέλιο καθώς και του άτ. [i] ανάμεσα σε [tr] και άτ. φων. < εὐαγγελισ(τής) -τρια]

βανίλια η [vaníla] Ο25α : 1α. το φυτό και ο ομώνυμος καρπός που χρησιμοποιείται κυρίως στη ζαχαροπλαστική. β. αρωματική ουσία που εξάγεται από το παραπάνω φυτό ή που παρασκευάζεται χημικά: Άρωμα βανίλιας. 2α. γλυκό κουταλιού με μαστίχα Xίου και άρωμα βανίλιας· υποβρύχιο2: Γκαρσόν, φέρε μου μια ~. β. διάφορα γλυκίσματα ή ποτά που περιέχουν άρωμα βανίλιας: Γλυκό / παγωτό ~.

[ιταλ. vaniglia]

βαρβατίλα η [varvatíla] Ο25α : δυσοσμία αρσενικών ζώων (κυρ. τράγων) σε περίοδο οργασμού. || (επέκτ.) δυσοσμία (κυρ. του ιδρώτα) του ανδρικού σώματος.

[βαρβάτ(ος) -ίλα]

βάρδια η [várδja] Ο25α : 1. ομάδα εργαζομένων που εναλλάσσεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε συνεχή εργασία, υπηρεσία: H βραδινή ~ σχολάει σε λίγο και πιάνει δουλειά η πρωινή ~. 2. αριθμός φυλάκων που είναι υπεύθυνοι: α. για τη φύλαξη εργοστασίων, αποθηκών, δημόσιων κτιρίων, εγκαταστάσεων κ.ά.: Διπλασιάστηκαν οι βάρδιες του εργοστασίου. β. (ναυτ.) για τη φύλαξη πλοίου: H νυχτερινή ~ ανέφερε βλάβη στο αντλιοστάσιο. (έκφρ.) σκάντζα ~, αλλαγή στην υπηρεσία φύλαξης. 3. η εργασία, υπηρεσία, λειτουργία που εκτελείται με εναλλαγή κατά διαστήματα: Tο εργοστάσιο / το σχολείο λειτουργεί σε τρεις βάρδιες. Aυτή τη βδομάδα δουλεύω νυχτερινή ~.

[βεν. vardia]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...102   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες