Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.018 εγγραφές [941 - 950] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσίρλα η [tsírla] Ο25α : (οικ.) διάρροια· τσιρλιό: M΄ έπιασε ~.
[τσιρλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) < *τσιλώ (ανάπτ. [r] ;) < ελνστ. τιλῶ `έχω διάρροια΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]
- τσίτσα η [tsítsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) ξύλινο, στρογγυλό δοχείο, με επίπεδες πλευρές, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί.
[ίσως σλαβ. tsitsa (πρβ. βουλγ. tsitsa, tsitska `μαστός, ρώγα΄)]
- τσοκαρία η [tsokaría] Ο25α : (οικ.) α. τσόκαρο2: Aυτή είναι μεγάλη ~. β. πολλά τσόκαρα2 μαζί: Mαζεύτηκε όλη η ~.
[τσόκαρ(ο) -αρία με απλολ. [arar > ar] ]
- τσοπανοπούλα η [tsopanopúla] & τσομπανοπούλα η [tsobanopúla] Ο25α : α. μικρή τσοπάνισσα. β. η κόρη του τσοπάνη.
[τσοπάν(ος), τσομπάν(ος) -οπούλα]
- τσότρα η [tsótra] Ο25α : (λαϊκότρ.) ξύλινο δοχείο, με πλατιά βάση που στενεύει προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί ή νερό.
[αντδ. < τουρκ. çotra, çotura < ιταλ. ciotola < συμφυρ. λατ. cyathus < αρχ. κύαθος & λατ. cotyla < αρχ. κοτύλη]
- τσούλα η [tsúla] Ο25α : χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης ή ανάγωγης.
τσουλίτσα η YΠΟKΟΡ. τσουλάρα η MΕΓΕΘ ανήθικη ή ανάγωγη σε πολύ μεγάλο βαθμό. [παλ. ιταλ. ciulla `κοπέλα΄· τσούλ(α) -ίτσα, -άρα]
- τσούπρα η [tsúpra] & τσούπα η [tsúpa] Ο25α : (λαϊκότρ.) α. κόρη: Έχει ένα παιδί και δύο τσούπρες. β. κορίτσι, κοπέλα.
[αλβ. tšuprë, tšupa]
- τυπικούρα η [tipikúra] Ο25α : (μειωτ., οικ.) 1. άνθρωπος υπερβολικά τυπικός: Aυτός / αυτή είναι μια ~! 2. (συνήθ. πληθ.) υπερβολικά τυπική συμπεριφορά· τυπικότητες: Άφησε τις τυπικούρες.
[τυπικ(ός)1 -ούρα]
- τυράννια η [tirána] Ο25α : (λαϊκότρ.) τυραννία2β.
[τυρανν(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]
- τυριέρα η [tirjéra] Ο25α : επιτραπέζιο σκεύος για το σερβίρισμα του τυριού.
[τυρ(ί) -ιέρα]



