Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο25α (πείνα, πείνας, πείνες)
1.018 εγγραφές [931 - 940]
τσαπερδόνα η [tsaperδóna] Ο25α : (οικ.) για μικρό κορίτσι ή κοπέλα ζωηρή, χαριτωμένη και καταφερτζού: Είναι αυτή μια ~!

[;]

τσάρκα η [tsárka] Ο25α : (λαϊκ.) βόλτα, περίπατος: Bγαίνω / πάω ~. Kάνω τσάρκες στο δρόμο.

[τουρκ. çarka `περιπολία ελαφρού πεζικού μπροστά από το κύριο στράτευμα΄]

τσατίλα η [tsatíla] & τσαντίλα 2 η [tsadíla] Ο25α : (οικ.) θυμός, νεύρα: Tον περιμένω τόση ώρα και έχω μια ~ / κάτι τσαντίλες!

[τσατ(ίζω), τσαντ(ίζω) -ίλα]

τσάτσα η [tsátsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) θεία.

[λ. νηπιακή (σύγκρ. μσν. μάμμα, δες στο μαμά, γιάγια δες στο γιαγιά)]

τσελιγκοπούλα η [tseliŋgopúla] Ο25α : η κόρη του τσέλιγκα.

[τσέλιγκ(ας) -οπούλα]

τσιγγανοπούλα η [tsiŋganopúla] Ο25α : κόρη τσιγγάνου.

[τσιγγάν(ος) -οπούλα]

τσίλια η [tsíla] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : στη ΦΡ κρατάω / φυλάω τσίλιες, παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικό ή άλλο εποπτικό όργανο, την ώρα που συνεργάτης ή συνεργάτες μου κάνουν κτ. παράνομο ή παράτυπο, ώστε να τους ειδοποιήσω έγκαιρα: Ο ένας φύλαγε τσίλιες στη γωνία κι ο άλλος έγραφε παράνομα συνθήματα στον τοίχο. Kράταγε τσίλιες για να μη δει ο καθηγητής τους συμμαθητές του που το έσκαγαν.

[ιταλ. ουδ. ciglio `βλεφαρίδα, βλέφαρο΄, πληθ. ciglia που θεωρήθηκε θηλ. εν.]

τσιμινιέρα η [tsiminéra] Ο25α : καπνοδόχος, φουγάρο: ~ πλοίου / εργοστασίου.

[ιταλ. ciminiera]

τσίπα η [tsípa] Ο25α : 1. (λαϊκότρ.) πέτσα, κρούστα: H ~ στο γιαούρτι / στο γάλα. 2. (μτφ., οικ.) ντροπή. α. για συμπεριφορά που έχει σχέση με τη σεξουαλική ηθική: Δεν έχει ~ επάνω της, είναι ντιπ ξετσίπωτη. β. φιλότιμο: Δεν έχεις καθόλου ~ και προσπαθείς να με κοροϊδέψεις μπροστά στα μάτια μου;

[μσν. τσίπα < σλαβ. tsipa]

τσιριμόνια η [tsirimóna] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : εξεζητημένη ή και υστερόβουλη ευγενική συμπεριφορά: Είναι άνθρωπος ίσιος, ντόμπρος και δεν ξέρει να κάνει τσιριμόνιες. Στους ανωτέρους του έκανε υποκλίσεις και τσιριμόνιες. Aυτός είναι όλο ~ και δουλοπρέπεια.

[μσν. τσεριμόνια < ιταλ. cerimonia `(υπερβολική) τελετή΄ ( [er > ir] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μηρός - μερί ή < παλ. ιταλ. cirimonia)]

< Προηγούμενο   1... 92 93 [94] 95 96 ...102   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες