Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
781 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλησμονιά η [alizmoná] Ο24 : (λαϊκότρ.) λησμονιά.
[< λησμονιά με ανάπτ. προτακτ. α- 3 κατά το συγγ. λησμονώ > αλησμονώ]
- αλισφακιά η [alisfaká] & αλιφασκιά η [alifaská] Ο24 : (λαϊκότρ.) το φυτό φασκομηλιά. || το ρόφημα που γίνεται από τα φύλλα του παραπάνω φυτού· φασκόμηλο.
[μσν. αλισφακιά < *ελισφακιά (τροπή του αρχικού [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-eli > miali > mi-ali] ) < *ελίσφακ(ος) -ιά < αρχ. ἐλελίσφακος με απλολ. [eleli > eli] · μετάθ. του [s] ]
- αλλαξιά η [alaksxá] Ο24 : 1.σύνολο από καθαρά εσώρουχα και με επέκταση από ρούχα ή ασπρόρουχα που χρησιμοποιεί κάποιος για να αλλάξει τα λερωμένα: Πήρε για το ταξίδι τρεις αλλαξιές εσώρουχα. || Aγόρασα δύο αλλαξιές πουκάμισα, δύο πουκάμισα. Mια ~ σεντόνια. 2. (λαϊκότρ.) ανταλλαγή: Mε γέλασε στην ~ και μου ΄δωσε το σκάρτο.
[μσν. αλλαξία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αλλαξ- (αλλάζω) -ία > -ιά]
- αλλαξοκαιριά η [alaksokerjá] Ο24 : η αλλαγή του καιρού.
[αλλαξο- + καιρ(ός) -ιά]
- αλλαξοκωλιά η [alaksokolá] Ο24 : (προφ., χυδ.) η αμοιβαία συνουσία ανάμεσα σε άντρες.
[αλλαξο- + κώλ(ος) -ιά]
- αλλοκοτιά η [alokotxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα και η συμπεριφορά του αλλόκοτου.
[μσν. αλλοκοτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἀλλόκοτ(ος) -ία > -ιά]
- αλογοουρά η [aloγourá] Ο24 : 1.η ουρά του αλόγου: Bούρτσα με τρίχες από ~. 2. είδος χτενίσματος: Φτιάχνει τα μαλλιά της ~.
[1: αλογο- + ουρά· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. queue de cheval]
- αλογουρά η [aloγurá] Ο24 : (προφ.) η αλογοουρά.
[< αλογοουρά με αποφυγή της χασμ.]
- αλουσιά η [alusxá] Ο24 : το να μη λούζεται κάποιος: Mυρίζει από την ~.
[μσν. αλουσιά < αρχ. ἀλουσία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- αλυγισιά η [alijisxá] Ο24 : (προφ.) ακαμψία.
[α- 1 λυγισ- (λυγίζω) -ιά]