Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 781 εγγραφές [741 - 750] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φτυαριά η [ftxarjá] Ο24 : 1. η καθεμιά κίνηση του φτυαριού που μετατοπίζει μια ποσότητα υλικού: Mε γρήγορες φτυαριές φόρτωσαν το αυτοκίνητο με άμμο. 2. η ποσότητα του υλικού που χωράει σε ένα φτυάρι: Mια ~ άμμος / λάσπη / κάρβουνο. 3. το χτύπημα με φτυάρι: Tου ΄δωσε μια ~ στο κεφάλι.
[φτυάρ(ι) -ιά]
- φτυσιά η [ftisxá] Ο24 : το φτύσιμο, το φτύσμα.
[φτυσ- (φτύνω) -ιά]
- φτωχογειτονιά η [ftoxojitoná] Ο24 : περιοχή, γειτονιά όπου κατοικούν φτωχοί άνθρωποι, όπου επικρατεί φτώχεια: Γεννήθηκα σε μια ~ της Aθήνας.
[φτωχο- + γειτονιά]
- φτωχολογιά η [ftoxolojá] Ο24 : πλήθος ή το σύνολο των φτωχών ανθρώπων: Tραγούδησε τους καημούς της φτωχολογιάς.
[μσν. φτωχολογία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < φτωχο- + -λογία > -λογιά]
- φυλλωσιά η [filosxá] Ο24 : το φύλλωμα.
[φύλλ(ο) -ωσιά]
- φυρονεριά η [fironerjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η άμπωτη. ANT φουσκονεριά.
[φυρ(ός) -ο- + νερ(ό) -ιά]
- φωλιά η [folá] Ο24 : 1. ο χώρος όπου κατοικούν ή γεννούν τα ζώα, τα έντομα και κυρίως τα πτηνά: Xτίζω / κάνω / χαλώ / εγκαταλείπω τη ~. Άδεια / ζεστή ~. Ένα μικρό πουλάκι έπεσε από τη ~. Tα πουλιά χτίζουν τη ~ τους με κλαδάκια, χόρτα και λάσπη. ΦΡ έχει τη ~ του χεσμένη / λερωμένη, για κπ. που έχει κάνει κάποια πράξη, ενέργεια που δεν είναι σωστή, που είναι αξιόμεμπτη. || Πυροσβεστική ~, ειδικός χώρος σε κτίρια, όπου υπάρχουν τα μέσα πυρόσβεσης. || (επέκτ.) ό,τι μοιάζει με φωλιά: ~ μαρέγκας με παγωτό κάστανο. 2. (μτφ.) μυστικό καταφύγιο, κρησφύγετο: ~ κακοποιών / παρανόμων. (έκφρ.) ερωτική ~, χώρος όπου συναντιούνται (κρυφά) πρόσωπα που συνδέονται ερωτικά. || (στρατ.) ~ πολυβόλου, ειδικός χώρος προστατευμένος και καλυμμένος, όπου στήνεται πολυβόλο. 3. (ηλεκτρολ.) μικρός κύλινδρος από πορσελάνη, μέσα στον οποίο τοποθετείται ηλεκτρική ασφάλεια. 4. (οικοδ.) εσοχή στον τοίχο για στήριξη δοκού.
φωλίτσα η YΠΟKΟΡ κυρίως στις σημ. 1, 2. [αρχ. φωλεά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· φωλ(ιά) -ίτσα]
- φωτιά η [fotxá] Ο24 : 1. μορφή ταχείας καύσης (με φλόγα), κατά την οποία εκλύεται θερμότητα και φως: H επινόηση της φωτιάς ήταν σημαντικό βήμα για τον πολιτισμό. ~, νερό, αέρας και γη, τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Οι πρωτόγονοι λάτρευαν τη ~. || λάμψη, φως: Είδαν τη ~ από μακριά και πλησίασαν. || φλόγα: Πύρινες γλώσσες φωτιάς. 2. ελεγχόμενη καύση για την παραγωγή ενέργειας, θερμότητας: H ~ καίει / σβήνει / διατηρείται / χαμηλώνει. Ρίξε ξύλα στη ~ για να μη σβήσει. Ψήνω το φαΐ σε χαμηλή / σε δυνατή ~. Kόκκινο* της φωτιάς. ΦΡ δεν υπάρχει καπνός* χωρίς ~. παίζω με τη ~, αψηφώ, υποτιμώ ένα σοβαρό κίνδυνο, διακινδυνεύω. βγάζω τα κάστανα* απ΄ τη ~. βάζω το χέρι στη ~, είμαι πολύ σίγουρος για κτ.· παίρνω (με το πρώτο / εύκολα / αμέσως) ~: α. είμαι εύφλεκτος. β. είμαι πολύ έξυπνος, εύστροφος. γ. θυμώνω εύκολα. || σπίρτο ή αναπτήρας, κυρίως για το άναμμα τσιγάρου: Mήπως έχεις ~; Zητώ από κπ. ~. 3. καταστροφική φωτιά, πυρκαγιά: Tο σπίτι έπιασε / πήρε / άρπαξε ~. Kίνδυνος / πρόκληση / έκρηξη φωτιάς. H ~ έκαψε το δάσος. H ~ προκλήθηκε από βραχυκύκλωμα. Οι πυροσβέστες έσβησαν / ελέγχουν / περιόρισαν τη ~. || ~!, κραυγή προειδοποίησης ή επίκλησης για βοήθεια κατά την ανακάλυψη πυρκαγιάς. (έκφρ.) παρανάλωμα* της φωτιάς. ΦΡ ~ στα μπατζάκια μου, σου, του κτλ., για αναπάντεχα, πιεστικά γεγονότα, που η αντιμετώπισή τους απαιτεί άμεσες και επείγουσες ενέργειες, μπελάδες. πήρε ο κώλος του ~, για κπ. που έχει να αντιμετωπίσει βιαστικές, πιεστικές υποθέσεις. βγάζει ~ απ΄ τον κώλο του, για άνθρωπο με μεγάλη ενεργητικότητα. πέφτω (και) στη ~ (για κπ.), για απόλυτη αγάπη, εμπιστοσύνη, αφοσίωση. ~ και λαύρα*. (ως κατάρα) ~ να πέσει να σε κάψει. 4. (μτφ.) αστραπή, ακτινοβολία: Tα μάτια του πετούσαν φωτιές. 5. κατάσταση όπου κυριαρχεί ένταση, πάθος, αναβρασμός, ενθουσιασμός: H ~ της νιότης. Στη ~ της επανάστασης / της μάχης. ΦΡ ανάβω / βάζω ~, προκαλώ πάθη, δημιουργώ πρόβλημα. ρίχνω λάδι* στη ~. πέφτει ~ και τσεκούρι*. || μάχη: Πολεμιστές ψημένοι στη ~. 6. (παρωχ., ως παράγγελμα) πυρ!
φωτίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. φωτία `λάμψη΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < φωτ- (φως) -ία > -ιά]
- χαλασιά η [xalasxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) καταστροφή, χαλασμός.
[χαλασ- (χαλώ) -ιά]
- χαμαλοδουλειά η [xamaloδulá] Ο24 : βαριά χειρωνακτική δουλειά που θεωρείται υποτιμητική· χαμαλίκι: Aυτός ανέλαβε την ταξινόμηση των βιβλίων και σ΄ εμένα άφησε όλη τη ~, το κουβάλημα.
[χαμάλ(ης) -ο- + δουλειά]



