Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχότοπος ο [vraxótopos] Ο20 : περιοχή, έκταση γεμάτη με βράχους.
[βράχ(ος) -ο- + -τοπος]
- βρομόκαιρος ο [vromókeros] Ο20 : (προφ.) πολύ άσχημος καιρός, συνήθ. με κρύο, βροχή, αέρα.
[βρομο- + καιρ(ός) -ος]
- γαϊδουρογάιδαρος ο [γaiδuroγ(ái)δaros] Ο20 : (οικ.) για άνθρωπο εξαιρετικά αγενή, αναίσθητο ή αχάριστο.
[γαϊδουρο- + γάιδαρος]
- γατόπαρδος ο [γatóparδos] Ο20 : είδος σαρκοβόρου θηλαστικού.
[λόγ. < ιταλ. gattopardo ( [-topá-] ) -ς (δες στο λεοπάρδαλη) με μετακ. του τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]
- γερόλυκος ο [jerólikos] Ο20 : 1. (λογοτ.) γέρικος λύκος. 2. (μτφ.) για κπ., συνήθ. ναυτικό, που πέρασε τη ζωή του με κινδύνους και δυσκολίες αποκομίζοντας πολλές εμπειρίες.
[γερο- 1 + λύκος]
- γεροπαράξενος ο [jeroparáksenos] Ο20 θηλ. γεροπαράξενη [jeropará kseni] Ο32 : για γέρο με πολλές παραξενιές και ιδιοτροπίες. || (επέκτ.) για νέο δύστροπο και ιδιόρρυθμο.
[γερο- 1 + παράξενος· γεροπαράξεν(ος) -η]
- γήλοφος ο [jílofos] Ο20 : χαμηλός λόφος, μικρό ύψωμα από χώμα.
[λόγ. < αρχ. γήλοφος]
- γκάγκαρος ο [gágaros] Ο20 : (παρωχ.) χαρακτηρισμός που δινόταν στους γηγενείς Aθηναίους.
[γκάγκαρο -ς < ιταλ. ganghero `στρόφιγγα΄ (σκωπτικά, επειδή υποτίθεται ότι μαντάλωναν την πόρτα τους) και προχωρ. αφομ. [a-e > a-a] (;)]
- γλαδίολος ο [γlaδíolos] Ο20 : (λόγ.) η γλαδιόλα.
[λόγ. < νλατ. gladiol(us) (στη νέα σημ.) -ος < λατ. gladiolus `σπαθάκι, γλαδιόλα΄ (ορθογρ. δαν.) (πρβ. ελνστ. γλαδίολον < λατ. gladiolum)]



