Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δροσόπαγος ο [δrosópaγos] Ο20 : δρόσος που έχει τη μορφή σκόνης πάγου.
[λόγ. δροσο- + πάγος]
- Εγκέλαδος ο [engélaδos] Ο20 : 1.γίγαντας ο οποίος, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, προκαλούσε τις εκρήξεις των ηφαιστείων και τους σεισμούς. 2. σε μετωνυμία, για το σεισμό: Ξέσπασε η οργή του Εγκέλαδου / ξύπνησε ο ~, έγινε σεισμός. Εκατοντάδες τα θύματα του Εγκέλαδου, του σεισμού.
[λόγ. < αρχ. Ἐγκέλαδος]
- εγωίσταρος ο [eγoístaros] Ο20 & εγωισταράς ο [eγoistarás] Ο1 θηλ. εγωισταρού [eγoistarú] Ο37 : (προφ., μειωτ.) αυτός που είναι υπέρμετρα εγωιστής.
[εγωιστ(ής) μεγεθ. -αρος, -αράς· εγωισταρ(άς) -ού]
- εθνοκάπηλος ο [eθnokápilos] Ο20 θηλ. εθνοκάπηλος [eθnokápilos] Ο36 : ως χαρακτηρισμός προσώπου που καπηλεύεται τα εθνικά ιδεώδη, που τα εκμεταλλεύεται για ίδιο όφελος.
[λόγ. εθνο- + κάπηλος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- εικονόδουλος ο [ikonóδulos] Ο20 : (ιστ., εκκλ.) μειωτικός και ιδεολογικά φορτισμένος όρος για να χαρακτηρίσει τον εικονόφιλο. ANT εικονοκλάστης.
[λόγ. εικονο- + δούλος]
- εκατόνταρχος ο [ekatóndarxos] Ο20 : (στη ρωμαϊκή αρχαιότητα κυρίως, αλλά και σε άλλες εποχές) διοικητής στρατιωτικής εκατονταρχίας: Ρωμαίος ~.
[λόγ. < αρχ. ἑκατόνταρχος `διοικητής εκατό ανδρών΄ & σημδ. (ελνστ.) λατ. centurio]
- έλατος ο [élatos] Ο20 : (λαϊκότρ.) το έλατο.
[αρχ. ἐλάτη ἡ μεταπλ. σε αρσ. αναλ. προς άλλα με παρόμοια αλλ.: ἡ πλάτανος > ὁ πλάτανος ίσως με βάση ενδιάμεσο τ. *ἡ ἔλατος]
- ελαφόχοιρος ο [elafóxiros] Ο20 : είδος αγριόχοιρου.
[λόγ. έλαφ(ος) -ο- + χοίρος μτφρδ. γερμ. Hirscheber]
- ελλέβορος ο [elévoros] Ο20 : πολυετές και δηλητηριώδες χόρτο που η λαϊκή ιατρική το χρησιμοποιούσε για τις φαρμακευτικές, θεραπευτικές και πραϋντικές ιδιότητές του κατά της παραφροσύνης.
[λόγ. < αρχ. ἑλλέβορος]



