Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Κλιτικό παράδειγμα: Ο20 (αντίλαλος, αντίλαλου, αντίλαλοι)
287 items total [261 - 270]
τρόχαλος ο [tróxalos] Ο20 : (λαϊκότρ.) α. σωρός από πέτρες. β. τοίχος από ξερολιθιά.

[αρχ. επίθ. τροχαλός `που τρέχει, στρογγυλός΄ υποχωρ. αναλ. προς άλλα ζευγάρια ουσ. - επίθ. με παρόμοιο τονικό σχ.: κάστανο - καστανός]

τσιγκούναρος ο [tsiŋgúnaros] Ο20 : (οικ.) αυτός που έχει το ελάττωμα της τσιγκουνιάς σε πολύ μεγάλο βαθμό.

[τσιγκούν(ης) -αρος]

τσιμεντόλιθος ο [tsimendóliθos] Ο20 : είδος μεγάλου τούβλου από τσιμέντο, άμμο και χαλίκι.

[τσιμέντ(ο) -ο- + λίθος]

υγροβιότοπος ο [iγroviótopos] Ο20 : περιοχή κοντά σε λίμνη, ποτάμι ή θάλασσα, όπου επικρατούν οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη ορισμένης χλωρίδας ή πανίδας και για τη συμπλήρωση μέρους ή ολόκληρου του κύκλου της ζωής ορισμένων ζώων, πτηνών, εντόμων κτλ.

[λόγ. υγρο- + βιότοπος]

υγρότοπος ο [iγrótopos] Ο20 : περιοχή στην οποία παρατηρούνται μικρού βάθους συγκεντρώσεις νερού.

[λόγ. υγρο- + -τοπος]

υδρόμυλος ο [iδrómilos] Ο20 : νερόμυλος.

[λόγ. < μσν. υδρόμυλος < υδρο- + μύλος]

υπέρμαχος ο [ipérmaxos] Ο20 θηλ. υπέρμαχος [ipérmaxοs] Ο36 : 1.που υπερασπίζεται κτ. (μια ιδέα, μια άποψη κτλ.) με πάθος και με αυτοθυσία: Παρουσιάζεται ως ~ των λαϊκών κατακτήσεων. Οι υπέρμαχοι των σοσιαλιστικών ιδεών. || πιστός οπαδός, ενθουσιώδης θαυμαστής: Είναι ~ της πολιτικής αλλαγής. 2. || (ως επίθ.): Yπέρμαχος Στρατηγός, προσωνυμία της Θεοτόκου.

[λόγ. < ελνστ. ὑπέρμαχος ὁ, μσν. υπέρμαχος η]

υπνόσακος ο [ipnósakos] Ο20 : είδος παπλώματος ραμμένο σε μορφή σάκου· σλίπιν μπαγκ.

[λόγ. ύπν(ος) -ο- + σάκος μτφρδ. αγγλ. sleeping bag]

υποκόπανος ο [ipokópanos] Ο20 : το κοντάκι και κυρίως το πίσω μέρος του: Tον χτύπησε με τον υποκόπανο.

[λόγ. υπο- κόπανος απόδ. γαλλ. crosse (το υπο- ίσως από το ιταλ. sottocalcio)]

φαρμακόγλωσσος ο [farmakóγlosos] Ο20 θηλ. φαρμακόγλωσση [farma kóγlosi] Ο32 : 1. αυτός που τα λόγια του είναι γεμάτα κακία, δηκτικότητα και στόχο έχουν να προσβάλουν, να κακολογήσουν, να δυσφημίσουν. || (ως επίθ.): Φαρμακόγλωσσες κυράδες. 2. (οικ., προφ.) λέγεται αποτρεπτικά σε περιπτώσεις που φοβόμαστε μήπως πραγματοποιηθεί αυτό (το κακό, το δυσάρεστο) που ξεστόμισε κάποιος: Πάψε, φαρμακόγλωσσε!

[φαρμακο- 2 + -γλωσσος· φαρμακόγλωσσ(ος) -η]

< Previous   1... 25 26 [27] 28 29   Next >
Go to page:Go