Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [281 - 287] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χοντράνθρωπος ο [xondránθropos] Ο20 : (οικ.) άνθρωπος αγενής, με χοντρούς τρόπους· άξεστος.
[χοντρ(ο)- + άνθρωπος]
- χωματόδρομος ο [xomatóδromos] Ο20 : δρόμος που δεν τον έχουν στρώσει με πέτρα, με σκύρα ή με άσφαλτο.
[χωματ- (χώμα) -ο- + δρόμος]
- ψαρότοπος ο [psarótopos] Ο20 : μέρος θάλασσας ή λίμνης, όπου υπάρχουν πολλά ψάρια και γίνεται συστηματικό ψάρεμα.
[ψαρο- 1 + -τοπος]
- ψευδότοιχος ο [psevδótixos] Ο20 : κατασκευή όμοια με τοίχο αλλά από διαφορετικά υλικά: Ξύλινος ~.
[λόγ. ψευδο- + τοίχος]
- ψευδόχρυσος ο [psevδóxrisos] Ο20 : κράμα από χαλκό και ψευδάργυρο, που μοιάζει με χρυσό.
[λόγ. < ελνστ. ψευδόχρυσος]
- ψευτοθόδωρος ο [pseftoθóδoros] Ο20 & ψευτοθοδωρής ο [pseftoθoδorís] Ο8 θηλ. ψευτοθοδώρα [pseftoθoδóra] Ο25 : ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να λέει ψέματα· (πρβ. ψεύτης, ψευδολόγος): Σου είναι ένας ~!
[ψευτο- + Θόδωρος, Θοδωρής, Θοδώρα]
- ωραιόκοσμος ο [oreókozmos] Ο20 : (προφ., σε λόγο που εκφράζει διάθεση χαριεντισμού ή αβροφροσύνης) σύνολο ωραίων γυναικών ή οι γυναίκες γενικά· (πρβ. ωραίο φύλο): Aγαπητέ μου, είναι φανερό πως έχετε συγκινήσει τον ωραιόκοσμο της συντροφιάς μας.
[λόγ. ωραιο- + κόσμος]



