Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσότονος ο [mesótonos] Ο20 : (μετρ.) σύνολο τριών συλλαβών από τις οποίες η μεσαία είναι τονισμένη.
[λόγ. μεσο- 1 + τόν(ος) -ος]
- μετεωρόλιθος ο [meteoróliθos] Ο20 : αντικείμενο ή θραύσμα αντικειμένου αστρικής προέλευσης που πέφτει από το διάστημα στην επιφάνεια πλανήτη ή δορυφόρου· μετεωρίτης.
[λόγ. < γαλλ. météo ro lithe < météor(e) = μετέωρ(ον) -ο- + lithe < αρχ. λίθος]
- μηχανόβιος ο [mixanóvios] Ο20 θηλ. μηχανόβια [mixanóvia] Ο27 : πρόσωπο που η απασχόληση με τη μοτοσικλέτα του και ιδίως η χρήση της χαρακτηρίζει την προσωπικότητά του· (πρβ. καμικάζι): Tελευταία κυκλοφορεί με ένα μηχανόβιο.
[λόγ. μηχανο- + -βιος· μηχανόβι(ος) -α]
- μικρόκοσμος 1 ο [mikrókozmos] Ο20 : τα μικρά παιδιά: Παραστάσεις καραγκιόζη που τόσο αρέσουν στο μικρόκοσμο.
[μικρο- 1 + κόσμος]
- μόδιστρος ο [móδistros] Ο20 : αυτός που δημιουργεί τα νέα μοντέλα ρούχων, ιδίως γυναικείων, ή γενικά ασχολείται με ραπτική ανώτερης ποιότητας: Οι μεγάλοι μόδιστροι του Παρισιού, αυτοί οι ανεξέλεγκτοι δημιουργοί της μόδας.
[μοδίστρ(α) -ος]
- μονόδρομος ο [monóδromos] Ο20 : 1. δρόμος στον οποίο επιτρέπεται η κίνηση τροχοφόρων προς μία μόνο από τις δύο κατευθύνσεις: Mη στρίβεις δεξιά· είναι ~. 2. (μτφ.) σειρά από ενέργειες για την αντιμετώπιση καταστάσεων ή προβλημάτων που δεν επιτρέπουν επιστροφή στις αρχικές θέσεις, ώστε να υπάρξει διαφορετικό αποτέλεσμα: H οικονομική πολιτική της κυβέρνησης αποτελεί μονόδρομο.
[λόγ. μονο- + δρόμος μτφρδ. αγγλ. one-way]
- μονόκερος ο [monókeros] Ο20 : μυθικό ζώο με μορφή αλόγου και ένα μεγάλο κέρατο στο μέσο του μετώπου.
[λόγ. < ελνστ. μονόκερος < αρχ. επίθ. μονόκερως]
- μουλαρόδρομος ο [mularóδromos] Ο20 : στενός και ανώμαλος δρόμος, συνήθ. ορεινός.
[μουλάρ(ι) -ο- + δρόμος]
- μουρόχαβλος ο [muróxavlos] Ο20 : (προφ.) χαρακτηρισμός ιδιαίτερα νωθρού ή αποβλακωμένου ανθρώπου.
[ίσως < αρχ. μωρ(ός) `κουτός΄ -ο- + χαῦνος `ελαφρόμυαλος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και εναλλ. ριν. [n] - υγρού [l] από επίδρ. του υγρού [r] ) (ορθογρ. απλοπ.)]
- μπακαλόγατος ο [bakalóγatos] Ο20 : (οικ.) νεαρός που δουλεύει ως υπάλληλος σε μπακάλικο.
[μπακάλ(ης) -ο- + γάτος]



