Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξάψαλμος ο [eksápsalmos] Ο20 : περιληπτική ονομασία μιας σειράς από έξι ψαλμούς της ακολουθίας του όρθρου: Ψάλλει / διαβάζει τον εξάψαλμο. ΦΡ ψέλνω / ακούω τον εξάψαλμο, για έντονες παρατηρήσεις, υπερβολική επίπληξη, μάλωμα· ΣYN ΦΡ ψέλνω / ακούω τον αναβαλλόμενο.
[λόγ. < μσν. εξάψαλμος (ενν. ύμνος) < εξα- + ψαλμ(ός) -ος επειδή έχει έξι ψαλμούς]
- ερημότοπος ο [erimótopos] Ο20 : περιοχή στην οποία δεν κατοικούν ή δε συχνάζουν άνθρωποι.
[μσν. ερημότοπος < έρημ(ος) -ο- + -τοπος]
- εσχατόγερος ο [esxatójeros] & εσχατόγηρος ο [esxatójiros] Ο20 : (λόγ.) γέρος πολύ μεγάλης ηλικίας.
[λόγ. < ελνστ. ἐσχατόγηρος και προσαρμ. στη δημοτ. κατά το γέρος]
- ζέφυρος ο [zéfiros] Ο20 : δυτικός άνεμος· πουνέντες.
[λόγ. < αρχ. ζέφυρος]
- ζημιαρόγατος ο [zimnaróγatos] Ο20 & ζημιαρόγατα η [zimnaróγata] Ο27α & ζημιαρόγατο το [zimnaróγato] Ο41 : λέγεται για τη γάτα, επειδή κάνει συχνά ζημιές, και χλευαστικά για ζημιάρη άνθρωπο.
[ζημιάρ(ης) -ο- + γάτος, γάτα· ζημιάρ(ης) -ο- + γατ(ί) -ο]
- ηλίανθος ο [ilíanθos] Ο20 : φυτό με ισχυρό στέλεχος και μεγάλα κίτρινα λουλούδια· ήλιος 2: Ο ~ καλλιεργείται κυρίως για το λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του.
[λόγ. < νλατ. helianth(us) -ος < λατ. helianthes < ελνστ. *ἡλιανθές `ηλιοτρόπιο΄]
- ηλιόσπορος ο [ilósporos] Ο20 & ηλιόσπορο το [ilósporo] Ο41 : ο σπόρος του ηλίανθου: Aγοράσαμε ένα σακουλάκι με ηλιόσπορο για να τρώμε στη βόλτα.
[ήλι(ος) 2 -ο- + σπόρος· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- ημίθεος ο [imíθeos] Ο20 : μυθικός ήρωας του οποίου ο ένας από τους δύο γονείς ήταν θεός. || (μτφ.) για άντρα που ξεπερνάει σε γενναιότητα ή ομορφιά τα ανθρώπινα μέτρα.
[λόγ. < αρχ. ἡμίθεος]
- θαλασσόλυκος ο [θalasólikos] Ο20 : παλιός και έμπειρος ναυτικός: Ο καπετάνιος του πλοίου ήταν ένας ατρόμητος ~.
[θαλασσο- + λύκος]
- θεατράνθρωπος ο [θeatránθropos] Ο20 : για καλλιτέχνη που είναι αφοσιωμένος στο θέατρο, που το θέατρο αποτελεί το επίκεντρο των ενδιαφερόντων και των δραστηριοτήτων του: Ο Kάρολος Kουν, ο μεγάλος αυτός ~.
[λόγ. θέατρ(ο) + άνθρωπος, σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. θεατρογνώστης, μτφρδ. γαλλ. homme de théâtre ή γερμ. Theatermann]



