Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο2 (κανόνας, κανόνα, κανόνες)
238 εγγραφές [201 - 210]
στατήρας ο [statíras] Ο2 : 1. είδος ζυγού· καντάρι1. 2. παλαιά μονάδα βάρους που ήταν ίση με σαράντα τέσσερις (44) οκάδες· καντάρι2. 3. ονομασία διάφορων αρχαίων νομισμάτων: Aττικός / βοιωτικός ~.

[λόγ. < αρχ. στατήρ, αιτ. -ῆρα `μονάδα βάρους, επίσημο νόμισμα΄ (1: σημδ. γαλλ. statère < λατ. stater (στη νέα σημ.) < αρχ. στατήρ)]

στραγγαλιστήρας ο [straŋgalistíras] Ο2 : (ναυτ.) μηχανισμός που ακινητοποιεί την αλυσίδα της άγκυρας.

[λόγ. στραγγαλισ- (στραγγαλίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. étrangloir]

στρατώνας ο [stratónas] Ο2 & (οικ.) στρατώνα η [stratóna] Ο25α : κτίριο για τη μόνιμη εγκατάσταση στρατιωτικών μονάδων. || (πληθ.) για συγκρότημα κτιρίων. (έκφρ.) σαν ~, μειωτικά, για μεγάλο, μακρόστενο και ακαλαίσθητο κτίριο.

[λόγ. στρατ(ός) -ών > -ώνας· μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ.]

στροβιλοαντιδραστήρας ο [stroviloandiδrastíras] Ο2 : (τεχνολ.) μηχανή που παράγει ώση εκβάλλοντας θερμά καυσαέρια με υψηλή ταχύτητα.

[λόγ. στρόβιλ(ος)1 -ο- + αντιδρασ(τήρ) -τήρας μτφρδ. αγγλ. turbo-jet]

στροβιλοκινητήρας ο [strovilokinitíras] Ο2 : (τεχνολ.) κινητήρας που λειτουργεί με στρόβιλο και που χρησιμοποιείται για την παραγωγή μηχανικής ισχύος (στην αεροναυτική, στους σιδηροδρόμους κτλ.).

[λόγ. στρόβιλ(ος)1 -ο- + κινη(τήρ) -τήρας μτφρδ. αγγλ. turbine motor]

συγκρουστήρας ο [siŋgrustíras] Ο2 : μεταλλικός δίσκος που τοποθετείται στην άκρη σιδηροδρομικού οχήματος, για να το προστατεύει από τα δυνατά χτυπήματα με τα άλλα οχήματα.

[λόγ. συγκρουσ- (συγκρούομαι) -τήρ > -τήρας]

συνδαιτυμόνας ο [sinδetimónas] Ο2 : αυτός που τρώει στο ίδιο τραπέζι με άλλους, κυρίως όταν αναφερόμαστε σε επίσημο γεύμα.

[λόγ. συν- αρχ. δαιτυμών, αιτ. -όνα `καλεσμένος σε γεύμα, ομοτράπεζος΄ μτφρδ. γαλλ. commensal]

συνδετήρας ο [sinδetíras] Ο2 : α.(τεχν.) μεταλλικό στοιχείο που συνδέει δύο τμήματα μιας κατασκευής: ~ εναέριων ηλεκτρικών αγωγών. β. (ειδικότ.) μικρό, συνήθ. μεταλλικό αντικείμενο που το χρησιμοποιούν για να συνδέουν με πρόχειρο τρόπο φύλλα χαρτιού.

[λόγ.: α: συνδέ(ω) -τήρ > -τήρας· β: σημδ. αγγλ. clip]

συνθλαστήρας ο [sinθlastíras] Ο2 : (τεχν.) μηχανή που σπάζει μεγάλες πέτρες ή μεγάλα κομμάτια από μεταλλεύματα.

[λόγ. < αρχ. συνθλασ- (συνθλῶ) `συνθλίβω΄ -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. broyeur με βάση την αντιστοιχία: αρχ. συνθλῶ - γαλλ. broyer]

συσφικτήρας ο [sisfiktíras] & συσφιγκτήρας [sisfiŋgtíras] Ο2 : οτιδήποτε χρησιμοποιείται για τη σύσφιξη δύο αντικειμένων.

[λόγ. < ελνστ. συσφιγκτήρ, αιτ. -ῆρα `στενός χιτώνας΄ και αποβ. του [ŋ] πριν από [g] σημδ. γαλλ. constricteur]

< Προηγούμενο   1... 19 20 [21] 22 23 24   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες