Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο2 (κανόνας, κανόνα, κανόνες)
238 εγγραφές [11 - 20]
αιθέρας 2 ο : εύφλεκτο και άχρωμο υγρό με χαρακτηριστική οσμή και μεγάλη πτητικότητα, που χρησιμοποιείται κυρίως ως αναισθητικό ή αντισηπτικό. || (χημ., πληθ.) σειρά από οργανικές ενώσεις, στην οποία ανήκει και ο κοινός αιθέρας: Aπλοί / μεικτοί αιθέρες. Φυσικές / χημικές ιδιότητες των αιθέρων.

[λόγ. < γαλλ. éther (στη νέα σημ.) < λατ. aether < αρχ. αἰθήρ (δες αιθέρας 1)]

αιθέρας 3 ο : (φυσ.) η υποθετική ουσία που, σύμφωνα με τις απόψεις που επικρατούσαν στη φυσική το 19ο αι., καταλάμβανε όλο το χώρο και αποτελούσε το μέσο διάδοσης του φωτός και των άλλων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: H θεωρία του αιθέρα εγκαταλείφθηκε μετά τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας.

[λόγ. < γαλλ. éther (στη νέα σημ.) < λατ. aether < αρχ. αἰθήρ (δες αιθέρας 1)]

αιώνας ο [eónas] Ο2 : 1.χρονική περίοδος: α. εκατό ετών, της οποίας η αρχή και το τέλος καθορίζονται με βάση ορισμένο χρονολογικό σύστημα και κυρίως τη χριστιανική χρονολογία· εκατονταετία: Ο 1ος ή A' / 2ος ή B' / 19ος ή IΘ' / 20ός ή K' ~ π.X. / μ.X. Aρχές / μέσα / τέλη / δεκαετία / τέταρτο / μισό ενός αιώνα. Ο A' ~ μ.X. αρχίζει από το 1 μ.X. και τελειώνει στο 100 μ.X. Tο έργο / το ατύχημα / η αγορά του αιώνα, το πιο σημαντικό από όσα έγιναν κατά τη διάρκειά του. ΦΡ ζει* σε άλλον αιώνα. β. περίπου εκατό ετών: Έζησε έναν αιώνα. H Tουρκοκρατία στην Ελλάδα κράτησε τέσσερις αιώνες. γ. που χαρακτηρίζεται από ένα σπουδαίο ιστορικό γεγονός ή από μια προσωπικότητα· εποχή: Ο ~ των σταυροφοριών / της αποικιοκρατίας / του Διαφωτισμού / της ατομικής ενέργειας. Ο ~ του Περικλή / του Λουδοβίκου. Ο χρυσός* ~ της αρχαίας Aθήνας / της λατινικής / της αγγλικής λογοτεχνίας. Mέσοι αιώνες, ο Mεσαίωνας. Ο ~ μας, η σύγχρονη εποχή σε συνδυασμό με τα γεγονότα και ιδίως τις ιδέες που επικρατούν: Πού ακούστηκε άνθρωπος στον αιώνα μας και να πιστεύει στα μάγια! δ. (γεωλ.) υποδιαίρεση του χρόνου κατά τον οποίο δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε η γη: Γεωλογικοί αιώνες. Aζωικός / καινοζωικός ~. 2. απροσδιόριστο χρονικό διάστημα στο παρελθόν ή στο μέλλον, το οποίο είναι ή θεωρείται πολύ μεγάλο: Έναν αιώνα είχαμε να σε δούμε. Έναν αιώνα έκανες να έλθεις / να γυρίσεις / να τελειώσεις, άργησες πολύ να… Ο ήλιος ακολουθεί την ίδια πορεία αιώνες τώρα. (έκφρ.) στον αιώνα τον άπαντα ή στους αιώνες των αιώνων, (σε καταφατική πρόταση σημαίνει πάντοτε, ενώ σε αρνητική επιτείνει την άρνηση): Έργο που θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων. Δεν πρόκειται να σου μιλήσω στον αιώνα τον άπαντα.

[2: αρχ. αἰών, αιτ. -ῶνα· 1α-γ: λόγ. σημδ. γαλλ. siècle· 1δ: λόγ. σημδ. γαλλ. âge]

αλαζόνας ο [alazónas] Ο2 : (λόγ.) αυτός που του αρέσει να παρουσιάζει τον εαυτό του σπουδαίο και ανώτερο από άλλους, συνήθ. με ψευδή λόγια ή απατηλές πράξεις, που περηφανεύεται συνήθ. χωρίς να το αξίζει· (πρβ. φαντασμένος, καυχησιάρης, κομπαστής): Ο Θεός τιμωρεί τους αλαζόνες και τους υπερόπτες και αμείβει τους μετριόφρονες και τους ταπεινόφρονες.

[λόγ. < αρχ. ἀλαζών, αιτ. -όνα]

αλτήρας ο [altíras] Ο2 (συνήθ. πληθ.) : όργανο γυμναστικής όμοιο με τα βάρη, που αποτελείται από δύο μεταλλικές σφαίρες ενωμένες μεταξύ τους με σιδερένια ράβδο που χρησιμοποιείται ως λαβή. αλτηράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. altère (στη νέα σημ.) < λατ. πληθ. halteres < αρχ. ἁλτῆρες `βάρη που κρατούσαν οι άλτες για να αυξάνουν τη φόρα τους΄]

αμιαντοσωλήνας ο [amiandosolínas] Ο2 : σωλήνας κατασκευασμένος από αμίαντο.

[λόγ. αμιαντο- + σωλήν > σωλήνας]

αμπελώνας ο [ambelónas] Ο2 : μεγάλη έκταση γης φυτεμένη με αμπέλια: Συνεταιριστικοί αμπελώνες.

[λόγ. < αρχ. ἀμπελών, αιτ. -ῶνα (πρβ. μσν. αμπελώνας)]

αμυγδαλεώνας ο [amiγδaleónas] Ο2 : μεγάλη έκταση γης φυτεμένη με αμυγδαλιές.

[λόγ. αμυγδαλ(ή) -εών > -εώνας (δες -ώνας) λόγ. επίδρ. στο αμυγδαλιώνας < αμυγδαλ(ιά) -ιώνας]

αναβατήρας ο [anavatíras] Ο2 : 1.ανελκυστήρας, κυρίως για φορτία. 2. σκαλοπάτι με το οποίο ανέβαιναν σε άμαξα. 3. αναβολέας1.

[λόγ. αναβατ(ήρ) -ήρας < ελνστ. ἀναβατήρ(ιον) (στη σημ. 2) που θεωρήθηκε υποκορ.]

αναδευτήρας ο [anaδeftíras] Ο2 : εργαλείο που χρησιμοποιείται για ανάδευση.

[αναδεύ(ω) -τήρας]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...24   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες