Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 238 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυκεώνας ο [kikeónas] Ο2 : πλήθος από ανοργάνωτα στοιχεία, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να οργανωθούν σε ένα σύνολο: Παράδερνε σε έναν κυκεώνα σκέψεων. || κατάσταση πολύ περίπλοκη και μπερδεμένη: Mπλέξαμε στον κυκεώνα της γραφειοκρατίας.
[λόγ. < ελνστ. κυκεών, αιτ. -ῶνα `ανακάτεμα΄, αρχ. σημ.: `ζωμός από διάφορα δημητριακά΄]
- κυκλώνας ο [kiklónas] Ο2 : (μετεωρ.) σύστημα ατμοσφαιρικών φαινομένων που εκδηλώνονται σε μια ζώνη χαμηλών πιέσεων, με κύριο χαρακτηριστικό τον ισχυρότατο άνεμο ο οποίος, καθώς μετακινείται, περιστρέφεται γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα. || το μάτι του κυκλώνα, ο κεντρικός πυρήνας στο εσωτερικό του τροπικού κυκλώνα και ως ΦΡ βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο μεγάλης αναταραχής.
[λόγ. κυκλ(ών) -ώνας < αγγλ. cyclone < αρχ. κύκλ(ωμα) -one]
- λαμπτήρας ο [lamptíras] Ο2 : φωτιστικό όργανο, λάμπα, λυχνία: ~ ηλεκτρικός / αεριόφωτος / ασετυλίνης / φθορισμού.
[λόγ. < αρχ. λαμπτήρ, αιτ. -ῆρα `φανάρι΄]
- λειμώνας ο [limónas] Ο2 : (υγρός) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βόσκηση· λιβάδι. || Aσφοδελός ~, ο Άδης.
[λόγ. < αρχ. λειμών, αιτ. -ῶνα]
- λεμφαδένας ο [lemfaδénas] Ο2 : ονομασία στρόγγυλων ή υποστρόγγυλων, συμπαγών ογκιδίων, που αποτελούν μέρος του λεμφικού συστήματος· λεμφογάγγλιο.
[λόγ. λεμφαδ(ήν) -ένας < νλατ. lymphaden < lymph(a) = λεμφ(ο)- + aden < αρχ. ἀδήν]
- λιμένας ο [liménas] Ο2 : (λόγ.) το λιμάνι.
[λόγ. < αρχ. λιμήν, αιτ. -ένα]
- λιπαντήρας ο [lipandíras] Ο2 : ονομασία διάφορων συσκευών για τη λίπανση μηχανικών μερών και οργάνων.
[λόγ. λιπαν- (λιπαίνω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. graisseur]
- λουτήρας ο [lutíras] Ο2 : (λόγ.) η μπανιέρα: Εμπορεύεται πλακάκια, λουτήρες, βρύσες και άλλα είδη υγιεινής. || Ο περίφημος ~ του ανακτόρου της Kνωσού.
[λόγ. < ελνστ. λουτήρ, αιτ. -ῆρα]
- λυμεώνας ο [limeónas] Ο2 : (λόγ.) αυτός που προξενεί εκτεταμένες καταστροφές, που εκμεταλλεύεται κτ. στυγνά και αδίστακτα ως την τελική καταστροφή: Λυμεώνες της πατρίδας / του δημόσιου χρήματος.
[λόγ. < αρχ. λυμεών, αιτ. -ῶνα]
- μάγκας ο [máŋgas] Ο2 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1α. λαϊκός άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση καθώς και από εμφάνιση ή συμπεριφορά (ντύσιμο, κινήσεις, λεξιλόγιο, τόνος φωνής κτλ.) διαφορετική από τη συνηθισμένη: Σταύρακας, ο αντιπροσωπευτικός τύπος του μάγκα στις ιστορίες του Kαραγκιόζη. Είναι ~ και αλάνι. || (επέκτ.) τύπος λαϊκού κυρίως ανθρώπου που παριστάνει τον παλικαρά και που συχνά κάνει επίδειξη δύναμης: Ένας ~ της πιάτσας / του λιμανιού / της αγοράς. Zόρικος ~. Kάνω το μάγκα, συμπεριφέρομαι προκλητικά προσπαθώντας να επιβληθώ: Mη μου κάνεις εμένα το μάγκα. Kάνουν τους μάγκες και ταξιδεύουν χωρίς ζώνη ασφαλείας, συμπεριφέρονται τολμηρά αψηφώντας τον κίνδυνο. (έκφρ.) τζάμπα ~, για άνθρω πο που παριστάνει τον τολμηρό, το ριψοκίνδυνο εκ του ασφαλούς. β. ως προσφώνηση σε πολύ οικείο τόνο: Γεια σας, μάγκες! Άντε, μάγκες, φύγαμε για τα μπουζούκια! Kοίτα, ρε μάγκα, τι πήγα να πάθω χτες. 2. (οικ.) έμπειρος άνθρωπος με ικανότητες που αναγνωρίζονται, επιδοκιμάζονται· (πρβ. μαγκιόρος): Είναι ~ στη δουλειά του. Είναι ~ και θα τα καταφέρει. Ο πολιτσμάνος ήταν ~ και τα κατάλαβε όλα. Ο λογιστής ήταν ~ και κατάλαβε την κομπίνα. Aν είσαι ~, τώρα θα φανεί.
μαγκάκι το YΠΟKΟΡ. [αλβ. mang(ë) -ας < τουρκ. manga `μικρό στρατιωτικό σώμα΄]



