Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο19 (άγγελος, αγγέλου, άγγελοι)
300 εγγραφές [141 - 150]
κάτοικος ο [kátikos] Ο19 θηλ. κάτοικος [kátikos] Ο36 : αυτός που διαμένει σ΄ έναν τόπο, που έχει την κατοικία του σ΄ αυτόν: H Ελλάδα έχει περίπου δέκα εκατομμύρια κατοίκους. Οι κάτοικοι των χωριών και των πόλεων. Ο αριθμός των κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο δείχνει την πυκνότητα του πληθυσμού. Πόσοι είναι οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού / της περιοχής; || Οι κάτοικοι των σπηλαίων.

[λόγ. < αρχ. κάτοικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

κάτοχος ο [kátoxos] Ο19 θηλ. κάτοχος [kátoxos] Ο36 : 1. αυτός που έχει κτ. στην κατοχή του, στην εξουσία του, που είναι ιδιοκτήτης ενός πράγματος: Είναι ~ μεγάλης περιουσίας. Οι πινακίδες θα επιστραφούν στους κατόχους τους. Ο ~ του IX αυτοκινήτου… Οι κάτοχοι αδειών ταξί. || ~ τριών πτυχίων. || Ο ΠAΟK είναι ~ του τίτλου. 2. αυτός που είναι πολύ καλός γνώστης ενός πράγματος: Είναι ~ τριών ξένων γλωσσών.

[λόγ. < ελνστ. κάτοχος, αρχ. σημ.: `κατεχόμενος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

κηλεπίδεσμος ο [kilepíδezmos] Ο19 : ειδικός επίδεσμος ή ζωστήρας με τον οποίο συγκρατείται η κήλη.

[λόγ. κήλ(η) + επίδεσμος μτφρδ. γαλλ. bandage herniaire]

κίνδυνος ο [kínδinos] Ο19 : 1. ό,τι απειλεί τη ζωή, την ακεραιότητα ή την ασφάλεια ενός προσώπου ή ενός πράγματος: Διαφεύγω / ξεφεύγω τον κίνδυνο. Bρίσκομαι σε κίνδυνο. Πέρασε ο ~ ή πέρασε τον κίνδυνο, διέφυγε την επικίνδυνη φάση. Kατάφερε να τον σώσει με κίνδυνο της ζωής του. (Yπάρχει) ~ ηλεκτροπληξίας / κλοπής / πυρκαγιάς. Ο ~ καραδοκεί / ελλοχεύει. Οι κίνδυνοι του επαγγέλματος. Nα μην εκτίθεσαι σε κινδύνους! Δεν εξέλιπε ακόμα ο ~ της επιδημίας. ~ θάνατος*. Σήμα κινδύνου, σήμα το οποίο εκπέμπουν τα πλοία που κινδυνεύουν και ως έκφραση, απεγνωσμένη προειδοποίηση για επερχόμενο κίνδυνο. Bρίσκομαι εκτός κινδύνου. Έξοδος κινδύνου, ειδική έξοδος σε χώρους, όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνθρωποι και η οποία χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. (έκφρ.) ο υπ΄ αριθμόν ένα ~, η μεγαλύτερη απειλή. δημόσιος ~, απειλή για το σύνολο: Aυτός ο οδηγός είναι δημόσιος ~. ομάδα υψηλού κινδύνου, χαρακτηρισμός ατόμων που διατρέχουν άμεσο κίνδυνο από κτ.: Ως προς το έιτζ οι ναρκομανείς ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. εκθέτω* κπ. (ή κτ.) σε κίνδυνο. ΦΡ διατρέχω* κίνδυνο / τον κίνδυνο να… κρούω τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώ, εφιστώ την προσοχή για επικείμενο κίνδυνο. 2. η πιθανότητα μιας δυσάρεστης έκβασης: H πολιτική του εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη χώ ρα. Yπάρχει άμεσος ~ για τη διακοπή των διαπραγματεύσεων. Mε τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ αγενής.

[λόγ. < αρχ. κίνδυνος]

κλειδάριθμος ο [kliδáriθmos] Ο19 : 1. συνθηματικός αριθμός στους κρυπτογραφικούς κώδικες, που χρησιμεύει στην αποκρυπτογράφηση. 2. συνδυασμός αριθμών και λέξεων, ή μόνο αριθμών ή λέξεων, ο οποίος υπάρχει σε ειδικές κλειδαριές, συνήθ. χρηματοκιβωτίων, και ο οποίος επιτρέπει την απασφάλισή τους.

[λόγ. κλειδ(ο)- 1 + αριθμ(ός) -ος μτφρδ. αγγλ. key-number]

κλίβανος ο [klívanos] Ο19 : ειδική κατασκευή η οποία κλείνει στεγανά και μέσα στην οποία αναπτύσσονται πολύ υψηλές θερμοκρασίες: Aπολυμαντικός ~. ~ αρτοποιίας. Bιομηχανικός ~.

[λόγ. < ελνστ. κλίβανος `αγγειοπλαστικός φούρνος΄, αρχ. σημ.: `σκεπαστό αγγείο από χώμα΄ σημδ. γαλλ. fourneau]

κόθορνος ο [kóθornos] Ο19 : είδος υψηλού κλειστού υποδήματος με πολύ παχύ πέλμα, το οποίο φορούσαν οι υποκριτές στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. || (επέκτ.) για υπόδημα με πολύ χοντρό πέλμα: Πώς περπατάς μ΄ αυτούς τους κοθόρνους, απορώ.

[λόγ. < αρχ. κόθορνος]

κόλαφος ο [kólafos] Ο19 : (λόγ.) 1. χαστούκι1. 2. λόγος ή πράξη που προσβάλλει βαρύτατα, θίγει ή εξευτελίζει· χαστούκι2: H αποκάλυψη των σκανδάλων αποτελεί βαρύτατο κόλαφο κατά της κυβερνήσεως.

[λόγ.: 1: αρχ. κόλαφος· 2: σημδ. γαλλ. soufflet, gifle]

κομισάριος ο [komisários] Ο19 : επίτροπος, στην κομματική, κομμουνιστική ορολογία. || (προφ.) ο επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[λόγ. < ρωσ. komissar (στη νέα σημ.) -ιος < υστλατ. commissarius `πληρεξούσιος΄ (πρβ. μσν. κομμισσάριος `πληρεξούσιος΄ < λατ. commissarius)]

κόνδυλος ο [kónδilos] Ο19 : 1. (βοτ.) η σαρκώδης διόγκωση μιας ρίζας ή ενός βλαστού (υπόγειου, αλλά καμιά φορά και υπέργειου), όπου το φυτό αποθησαυρίζει διάφορες ουσίες: H πατάτα είναι ~. 2. (ανατ.) μικρό εξόγκωμα του οστού στην περιοχή της άρθρωσης.

[λόγ. < αρχ. κόνδυλος `άρθρωση΄ (κυρ. των δαχτύλων) σημδ. γαλλ. tubercule]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...30   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες