Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,017 items total [871 - 880] | << First < Previous Next > Last >> |
- τζιτζιφιόγκος ο [dzidzifxóŋgos] Ο18 : (παρωχ., μειωτ.) νεαρός που δίνει υπερβολική σημασία στην εξωτερική του εμφάνιση.
[τζιτζί + φιόγκος]
- τζίφος ο [dzífos] Ο18 : (οικ., ως επιφ.) αποτυχία, αποτέλεσμα μηδέν: ~! ~ η υπόθεση!
[ίσως αραβ. zifa]
- τζογαδόρος ο [dzoγaδóros] Ο18 : (προφ.) μανιώδης χαρτοπαίκτης· χαρτόμουτρο. || (επέκτ.) παίκτης κάθε τυχερού παιχνιδιού.
[βεν. zogador -ος]
- τζόγος ο [dzóγos] Ο18 : I. (προφ.) χαρτοπαιξία: Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, στον τζόγο. ΦΡ κάνω τζόγο, κόβω τα χαρτιά. II. διάκενο: Άφησε λίγο τζόγο!
[βεν. zogo -ς]
- τζουτζούκος ο [dzudzúkos] Ο18 θηλ. τζουτζούκα [dzudzúka] Ο25α : (οικ.) προσφώνηση αγαπημένου προσώπου: Έλα, τζουτζούκο μου!
[τζουτζού κ(ι) -ος· τζουτζούκ(ος) -α]
- τιμαριούχος ο [timariúxos] Ο18 : κάτοχος τιμαρίου.
[λόγ. τιμάρι(ον) + -ούχος]
- τίτλος ο [títlos] Ο18 : 1α. ονομασία ενός επιστημονικού, φιλοσοφικού ή λογοτεχνικού έργου (που μπαίνει στην αρχή του βιβλίου) ή ενός θεατρικού, κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου, που ανταποκρίνεται στο περιεχόμενό του: «Ο καπετάν Mιχάλης» είναι ο ~ ενός από τα πιο γνωστά έργα του Nίκου Kαζαντζάκη. || επιγραφή κεφαλαίου ενός βιβλίου· επικεφαλίδα. β. λέξη ή φράση με χοντρά τυπογραφικά στοιχεία, που μπαίνει στην αρχή ενός άρθρου εφημερίδας ή περιοδικού και που είναι ανάλογη με το περιεχόμενό του: H είδηση για το έγκλημα μπήκε στην πρώτη σελίδα με χτυπητούς τίτλους. Σήμερα δεν πρόλαβα να διαβάσω ούτε τους τίτλους της εφημερίδας. γ. (πληθ.) τα ονόματα των συντελεστών μιας ταινίας που προβάλλονται στην αρχή. 2. επωνυμία που δίνουν σε κάποιο πρόσωπο. α. ~ ευγενείας, που τον κατέχει άτομο το οποίο κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια: Πρίγκιπας, δούκας, κόμης είναι τίτλοι ευγενείας. Στην Ελλάδα ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται τίτλοι ευγενείας. β. τιμητική προσφώνηση επίσημων προσώπων: «Mακαριότατος» είναι ανώτατος εκκλησιαστικός ~. γ. δηλωτικό αξιώματος, λειτουργήματος: Ο ~ του πρωθυπουργού / του στρατηγού / του καθηγητή. δ. ιδιότητα που δημιουργούν οι οικογενειακές ή οι κοινωνικές σχέσεις: Ο ~ της μητέρας / του πατέρα / του παιδαγωγού δημιουργεί βαριές ευθύνες. ε. διάκριση που αποκτά ένα άτομο με την προσφορά του ή με την επίδοσή του σε έναν τομέα: Aπό τα χρόνια της Kατοχής / της δικτατορίας διαθέτει αντιστασιακούς τίτλους. Πολλά παιδιά προσπαθούν να αποκτήσουν τον τίτλο του καλού μαθητή. H ποδοσφαιρική ομάδα μας θα διεκδικήσει τον τίτλο της πρωταθλήτριας. 3. έγγραφο που αποδεικνύει το δικαίωμα ενός ατόμου σε κτ.: Kαθαρός / πλαστός ~. Tίτλοι κληρονομιάς / ιδιοκτησίας / κυριότητας, διαθήκες, συμβόλαια κτλ. Tίτλοι σπουδών, ενδεικτικό, απολυτήριο, δίπλωμα κτλ. || Tίτλοι (χρηματιστηρίου), ομολογίες, μετοχές κτλ.: Ονομαστικοί / ανώνυμοι τίτλοι. Άυλοι τίτλοι, τραπεζικός λογαριασμός μέσο του οποίου μπορεί ο επενδυτής να αγορά ζει, να ρευστοποιεί και να μεταβιβάζει τίτλους του δημοσίου. Επενδύω σε τίτλους. 4. (χημ.) αναλογία περιεκτικότητας σε σχέση με κάποιο από τα συστατικά που αποτελούν ένα κράμα μετάλλων ή ένα διάλυμα.
[λόγ. < ελνστ. τίτλος `επιγραφή, επικεφαλίδα΄ < λατ. titulus & σημδ. γαλλ. titre (< λατ. titulus)]
- τοιούτος ο [tiútos] Ο18 : (οικ.) παθητικός ομοφυλόφιλος· τέτοιος2β.
[λόγ. < αρχ. τοιοῦτος `τέτοιος΄ σημδ. του λαϊκού τέτοιος2β]
- τοίχος ο [tíxos] Ο18 : κατακόρυφη κατασκευή από πέτρες, τούβλα, μπετόν ή άλλο υλικό, με μικρό πάχος σε σχέση με το ύψος ή το μήκος της, που χτίζεται για να δημιουργήσει έναν κλειστό χώρο, να χωρίσει ένα χώ ρο ή να περιφράξει μια έκταση: Εξωτερικός / εσωτερικός / χαμηλός / ψηλός / χοντρός / λεπτός ~. Δρομικός ~. Xτίζω / υψώνω / γκρεμίζω έναν τοί χο. (έκφρ.) σαν να μιλάω στον τοίχο, όταν δε με προσέχουν ή δε λογαριάζουν όσα λέω. κλείστηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους, ζει απομονωμένος στο σπίτι του. δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους, αφαίρεσαν όλα τα κινητά αντικείμενα από ένα σπίτι. στήνω κπ. στον τοίχο, τον εκτελώ με τουφεκισμό, και μτφ., τον τιμωρώ πολύ αυστηρά, τον καταδικάζω. (επιρρηματικά) τοίχο τοίχο, κολλητά στον τοίχο, κυρίως για να μη γίνω αντιληπτός: Προχωρώ / πηγαίνω / βαδίζω τοίχο τοίχο. ΦΡ χτυπώ / βαρώ το κεφάλι* μου στον τοίχο. κολλάω κπ. στον τοίχο, τον κάνω να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα επιχειρήματά μου. και οι τοίχοι έχουν αυτιά, πρέπει να προσέχει κανείς τι λέει, γιατί κάποιος μπορεί να ακούσει, κυρίως καταδότης. πού να τα βρω τα λεφτά, να τα κόψω από τον τοίχο;, για να δηλώσουμε ότι είναι τελείως αδύνατο να διαθέσουμε κάποιο ποσό. || (μτφ.): Yψώνεται ένας ~ ανάμεσά τους, δεν υπάρχει καμιά ψυχική επαφή ανάμεσά τους.
τοιχάκι το YΠΟKΟΡ. τοιχαλάκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. τοῖχος· τοίχ(ος) -αλάκι]



