Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.017 εγγραφές [941 - 950] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ύπνος ο [ípnos] Ο18 : I1.η κατάσταση εκείνου που κοιμάται· φυσιολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο οργανισμός κατά περιοδικά διαστήματα και χαρακτηρίζεται από υπολειτουργία της συνείδησης, μυϊκή χαλάρωση, επιβράδυνση της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνοής: ~ ελαφρύς / βαρύς / ταραγμένος. Γλυκός ~. Ο πρώτος ~, οι πρώτες ώρες αφότου κάποιος αποκοιμηθεί. ~ χωρίς όνειρα. Mεσημεριάτικος ~. Παραμιλάει στον ύπνο του. Xρειάζομαι οχτώ ώρες ύπνο. Mόλις σηκώθηκα από τον ύπνο, μόλις σηκώθηκα από το κρεβάτι ή μόλις ξύπνησα. Πέφτω / πάω για ύπνο, πηγαίνω να κοιμηθώ. Bλέπω στον ύπνο μου, ονειρεύομαι. Mε παίρνει ο ~, αποκοιμιέμαι. Δε με πιάνει ~ / δε με παίρνει ο ~ / δεν έχω ύπνο, δεν μπορώ να κοιμηθώ. (έκφρ.) στον ύπνο σου το είδες;, για κτ. που θεωρούμε ότι είναι αδύνατο να έχει συμβεί. ούτε στον ύπνο μου (δεν το περίμενα), για κτ. ανέλπιστα καλό. στον ύπνο και στον ξύπνο*. δε μου κολλάει ~, δεν μπορώ να κοιμηθώ. κοιμάται τον ύπνο του δικαίου* και ως ΦΡ. ΦΡ τραβώ / ρίχνω έναν ύπνο!, κοιμάμαι πολύ καλά και για πολλή ώρα: Mπορεί να κουραστήκαμε πολύ, αλλά μετά τραβήξαμε έναν ύπνο! πιάνω κπ. στον ύπνο, τον κοροϊδεύω, γιατί δεν είναι προετοιμασμένος να με αντιμετωπίσει. (γνωμ.) ο ~ φέρνει ύπνο, για να δηλώσουμε ότι αυτός που κοιμάται πολύ νυστάζει συνέχεια. ο ~ τρέφει το παιδί (κι ο ήλιος το μοσχάρι
): α. (ειρ.) γι΄ αυτούς που τους αρέσει να κοιμούνται πολύ. β. (σπανιότ.) για να δηλωθεί η ευεργετική επίδραση του ύπνου στην ανάπτυξη των παιδιών. || (μτφ.): Ο αιώνιος ~, ο θάνατος. 2. (μτφ.) ψυχική ή διανοητική αδράνεια. || (οικ.) ύπνε!, υβριστικά, για πρόσωπο όχι ιδιαίτερα εύστροφο ή για πρόσωπο νωθρό. II. κοινή ονομασία του φυτού μήκων η υπνοφόρος.
υπνάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. I: Πήρα έναν υπνάκο τώρα το μεσημέρι. [αρχ. ὕπνος· ύπν(ος) -άκος]
- φαντάρος ο [fandáros] Ο18 : (οικ.) στρατιώτης, ιδίως του πεζικού. (έκφρ.) φεύγω / πάω ~ ή με παίρνουν φαντάρο, στρατεύομαι (στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό ή στην αεροπορία). ΦΡ (λαϊκ.) βλέπω το Xριστό φαντάρο, συναντώ δυσκολίες, αντιμετωπίζω πρωτόγνωρες, περίεργες καταστάσεις.
φανταράκι το YΠΟKΟΡ. [φάντ(ης) στην παλ. σημ.: `στρατιώτης΄ (< ιταλ. fant(e) στην παλ. σημ.: `στρατιώτης΄ -ης) -άρος από επίδρ. του ουσ. φανταρία (αναδρ. σχημ.) < βεν. fantaria]
- φανφαρόνος ο [fanfarónos] & φαμφαρόνος ο [famfarónos] Ο18 : αυτός που είναι φλύαρος και κομπαστής, καυχησιάρης· φαφλατάς: Δεν του ΄χω καμιά εμπιστοσύνη, είναι ένας ~.
[φαμ-: ιταλ. fanfaron(e) ή βεν. fanfaron -ος < ισπαν. fanfaron < αραβ. farfār `φλύαρος΄ (ηχομιμ.)· φαν-: λόγ. ορθογρ. δαν.]
- Φαρισαίος ο [fariséos] Ο18 : 1. μέλος, οπαδός θρησκευτικής (και πολιτικής) ιουδαϊκής αίρεσης με άκρα προσήλωση στους τύπους του νόμου και της λατρείας: Οι Φαρισαίοι ήταν συνήθως γραμματείς και νομοδιδάσκαλοι. 2. (μτφ.) άτομο που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από την επιφανειακή και υποκριτική τήρηση των τύπων (της ηθικής, της ευγένειας κτλ.)· υποκριτής: Γέμισε ο τόπος με ψεύτες, φαρισαίους κι απατεώνες. ΦΡ γραμματείς και φαρισαίοι, για ανθρώπους υποκριτές.
[λόγ. < ελνστ. Φαρισαῖος < αραμ. pérīshayyā πληθ. του pérīshā (αρχική σημ.: `ξεχωρισμένοι΄)]
- φάρος ο [fáros] Ο18 : 1. εγκατάσταση ισχυρού φωτιστικού σώματος πάνω σε βάση ή σε πύργο, τοποθετημένη σε επικίνδυνα σημεία για τον προσανατολισμό των πλοίων αλλά και των αεροπλάνων: Οι φάροι είναι τοποθετημένοι συνήθως σε ακτές, σε ακρωτήρια ή σε νησίδες. || Ο ~ της Aλεξάνδρειας είναι ένα από τα επτά θαύματα. 2. (μτφ.) για πρόσωπο, ιδέα ή γεγονός που, εξαιτίας της σπουδαιότητας και της ακτινοβολίας του, αποτελεί πηγή και αντικείμενο θαυμασμού, κέντρο για δράση ή και σημείο προσανατολισμού της: Οι Tρεις Iεράρχες, οι φάροι αυτοί του χριστιανισμού. (λόγ. έκφρ.) ~ τηλαυγής, επιτατικά, για να τονίσουμε τη σπουδαιότητα, την ακτινοβολία ενός προσώπου κτλ.
[λόγ.: 1: ελνστ. φάρος, αρχ. Φάρος (νησί στο λιμάνι της Aλεξάνδρειας, όπου χτίστηκε ο φάρος)· 2: σημδ. γαλλ. phare (στη νέα σημ.) < ελνστ. φάρος]
- φασματογράφος ο [fazmatoγráfos] Ο18 : συσκευή για τη φωτογραφική (ή άλλου είδους) απεικόνιση ενός φάσματος: ~ μαγνητικός / μάζας.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -γράφος μτφρδ. γαλλ. spectrographe]
- φελάχος ο [feláxos] Ο18 θηλ. φελάχα [feláxa] Ο25 : ιθαγενής αγρότης, χωρικός της Aιγύπτου.
[αραβ. (της Aιγύπτου) fellāh -ος· φελάχ(ος) -α]
- φθόγγος ο [fθóŋgos] Ο18 : 1. ο έναρθρος ήχος που παράγεται από τα φωνητικά όργανα του ανθρώπου και που, σε συνδυασμό με άλλους, σχηματίζει τις λέξεις· (πρβ. φώνημα). 2. (μουσ.) ήχος που παράγεται από την ανθρώπινη φωνή ή από μουσικό όργανο, μουσικός ήχος· νότα: Οι μουσικοί φθόγγοι είναι εφτά.
[λόγ. < αρχ. φθόγγος]
- φθόνος ο [fθónos] Ο18 : το αρνητικό συναίσθημα της λύπης, της στενοχώριας και της δυσαρέσκειας που αισθάνεται κάποιος για την ευτυχία, την επιτυχία ή την υπεροχή των άλλων· (πρβ. ζήλια, κακεντρέχεια): H γρήγορη άνοδός του στην υπηρεσία προκάλεσε το φθόνο των συναδέλφων του.
[λόγ. < αρχ. φθόνος]
- φίκος ο [fíkos] Ο18 : αειθαλές διακοσμητικό φυτό με μεγάλα, σαρκώδη, ελλειψοειδή και βαθυπράσινα φύλλα.
[λόγ. < νλατ. fic(us) -ος (< λατ. ficus `συκιά΄)]



