Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.017 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βακτηριολόγος ο [vaktiriolóγos] Ο18 θηλ. βακτηριολόγος [vaktiriolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη βακτηριολογία.
[λόγ. < γαλλ. bactériologue < bactério- = βακτήρι(ον) -ο- + -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- βακχείος ο [vakxíos] Ο18 : (αρχ. ελλην. μετρ.) πόδας της που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του ελνστ. επιθ. βακχεῖος (πούς), αρχ. βακχεῖος `που ανήκει στο Βάκχο΄]
- βαλκανολόγος ο [valkanolóγos] Ο18 θηλ. βαλκανολόγος [valkanolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη βαλκανολογία.
[λόγ. βαλκα νο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- βάλτος ο [váltos] Ο18 : τόπος που καλύπτεται από αβαθή, στάσιμα νερά· έλος, τέλμα1.
[μσν. βάλτος < σλαβ. *bolto (πρβ. βουλγ. blato) -ς]
- βαρδιάνος ο [varδjános] Ο18 : (λαϊκότρ.) αυτός που φυλάει, που επιτηρεί κτ., ο σκοπός.
[βεν. *vardian -ος (πρβ. ιταλ. guardiano (ίδ. σημ.), βεν. vardia > βάρδια)]
- βάρδος ο [várδos] Ο18 : 1. ποιητής και συγχρόνως τραγουδιστής στους Kέλτες. 2. χαρακτηρισμός ποιητή ή τραγουδοποιού, του οποίου τα έργα βρίσκουν απήχηση, συγκινούν πλατιά στρώματα: Tσιτσάνης, ο ~ του λαϊκού τραγουδιού. Σολωμός, Παλαμάς, οι βάρδοι της νεοελληνικής ποίησης.
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. Βάρδοι (κελτικής προέλ.)]
- βαρονέτος ο [varonétos] Ο18 : τίτλος ευγενείας στην κεντρική και δυτική Ευρώπη (ανάμεσα στον ιππότη και στο βαρόνο).
[λόγ. < ιταλ. baronetto -ς < αγγλ. baronet (ορθογρ. δαν.)]
- βαρόνος ο [varónos] Ο18 θηλ. βαρόνη Ο30 [varóni] & βαρονέσα [varo nésa] Ο25 : 1. τίτλος ευγενείας στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, κατώτερος από τον κόμη. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου με μεγάλη και ανεξέλεγκτη δύναμη σε κάποιον τομέα: Οι βαρόνοι της κοκαΐνης / του κόμματος.
[λόγ. < ιταλ. baron(e) & γαλλ. baron -ος (από τα γερμ.) (ορθογρ. δαν.)· λόγ. βαρόν(ος) -η· βαρόν(ος) -έσα]
- βασιβουζούκος ο [vasivuzúkos] & μπασιμπουζούκος ο [basibuzúkos] Ο18 : 1. άτακτος στρατιώτης του οθωμανικού στρατού. 2. (μτφ., παρωχ.) για αυταρχικό ή απείθαρχο άνθρωπο.
[μπ-: τουρκ. başιbozuk -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )· β-: λόγ. επίδρ.]
- βαστάζος ο [vastázos] Ο18 : (παρωχ., λαϊκότρ.) αχθοφόρος, χαμάλης.
[αρχ. βαστάζ(ων), μεε. του ρ. βαστάζω, μεταπλ. -ος (σύγκρ. γέρων > γέρος)]



