Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο18 (δρόμος, δρόμου, δρόμοι)
1.017 εγγραφές [41 - 50]
ανωνυμογράφος ο [anonimoγráfos] Ο18 : αυτός που δημοσιεύει ή που στέλνει ανώνυμες επιστολές ή άλλα κείμενα, συνήθ. μειωτικά, για κπ. που δεν έχει το θάρρος να αποκαλύψει το όνομά του.

[λόγ. ανώνυμ(ος) -ο- + -γράφος]

αξιωματούχος ο [aksiomatúxos] Ο18 θηλ. αξιωματούχος [aksiomatúxos] Ο35 : αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα: Aνώτερος ~.

[λόγ. αξιωματ- (αξίωμα) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

απεσταλμένος ο [apestalménos] Ο18 θηλ. απεσταλμένη [apestalméni] Ο30 γεν. πληθ. απεσταλμένων : 1.αυτός που στέλνεται για τη διεκπε ραίωση μιας ειδικής αποστολής, συνήθ. ως ο εκπρόσωπος, ο αντιπρόσωπος κάποιου: Οι απεσταλμένοι του πάπα. Ο ~ του βασιλιά. || Έκτακτος ~, για διπλωματικό υπάλληλο. 2. δημοσιογράφος που στέλνεται κάπου για τη δημοσιογραφική κάλυψη ενός ορισμένου γεγονότος: Ο ~ της Ελληνικής Tηλεόρασης στις Bρυξέλλες για την κάλυψη της συνάντησης κορυφής.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεσταλμένος μππ. του αρχ. ἀποστέλλω και σημδ. γαλλ. envoyé]

απουσιολόγος ο [apusiolóγos] Ο18 θηλ. απουσιολόγος [apusiolóγos] Ο35 : ο μαθητής στον οποίο έχει ανατεθεί η καθημερινή καταγραφή των απουσιών στο απουσιολόγιο.

[λόγ. απουσί(α) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αργυροχόος ο [arjiroxóos] Ο18 : τεχνίτης που κατεργάζεται το ασήμι και που κατασκευάζει με αυτό διάφορα αντικείμενα.

[λόγ. < ελνστ. ἀργυροχόος]

αρθρογράφος ο [arθroγráfos] Ο18 θηλ. αρθρογράφος [arθroγráfos] Ο35 : αυτός που, ως συντάκτης ή ως συνεργάτης, γράφει άρθρα στον τύπο και κυρίως στις εφημερίδες: Πολιτικός / οικονομικός ~. H κρίση της οικονομίας απασχολεί το σύνολο των οικονομικών αρθρογράφων.

[λόγ. άρθρ(ον)1 -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αρκούδος ο [arkúδos] Ο18 : 1.(οικ., λογοτ.) η αρσενική αρκούδα. 2. γούνινο συνήθ. ομοίωμα αρκούδας που χρησιμοποιείται ως παιδικό παιχνίδι.

[αρκούδ(α) -ος (πρβ. μσν. άρκουδος)]

αρλεκίνος ο [arlekínos] Ο18 : 1.κωμικός τύπος της παλιάς ιταλικής κωμωδίας. 2. αυτός που φοράει ρούχο από πολύχρωμα κομμάτια. || αυτός που κατά την περίοδο της Aποκριάς μεταμφιέζεται φορώντας τα ρούχα του αρλεκίνου: Φέτος τις απόκριες ντύθηκα ~.

[λόγ. < ιταλ. arlecchi no ]

αρματοδρόμος ο [armatoδrómos] Ο18 : αυτός που έπαιρνε μέρος σε αγώνες δρόμου με άρματα21.

[λόγ. < ελνστ. ἁρματοδρόμος]

αρουραίος ο [aruréos] Ο18 : 1.τρωκτικό θηλαστικό ζώο που συγγενεύει με τον ποντικό και που ζει στους αγρούς: Οι αρουραίοι καταστρέφουν τη σοδειά των γεωργών. 2. (μτφ.) άνθρωπος πονηρός και τιποτένιος.

[λόγ. < αρχ. ἀρουραῖος]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...102   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες