Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.017 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαύρος ο [γávros] Ο18 : είδος μικρού αφρόψαρου που ζει κοπαδιαστά και ψαρεύεται με δίχτυα.
[ίσως ελνστ. ἐγγραυλίς > μσν. *γραύλος (πρβ. μσν. εγγραυλοπαστοφάγος `που τρώει παστούς εγγραύλους΄), με αντιμετάθ. [r-l > l-r] και ανομ. αποβ. του [l] ]
- γδούπος ο [γδúpos] Ο18 : βαρύς και υπόκωφος κρότος: Άκουσε το γδούπο που έκανε το κορμί καθώς σωριαζόταν στο πάτωμα.
[λόγ. < αρχ. γδοῦπος]
- γελοιογράφος ο [jelioγráfos] Ο18 θηλ. γελοιογράφος [jelioγráfos] Ο35 : καλλιτέχνης που ασχολείται αποκλειστικά με τη γελοιογραφία.
[λόγ. γελοί(ος) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- γεμολόγος ο [jemolóγos] Ο18 θηλ. γεμολόγος [jemolóγos] Ο35 : ειδικός στη γεμολογία.
[λόγ. < γαλλ. gemmologiste < gemmo(logie) = γεμο(λογία) -logiste = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- γενειοφόρος ο [jeniofóros] Ο18 : αυτός που έχει γένια: Ήρθε και σε ζήτησε ένας ~. || (ως επίθ.): Γενειοφόροι νεαροί. Οι ορθόδοξοι μοναχοί είναι γενειοφόροι.
[λόγ. γένει(ον δες στο γένι) -ο- + -φόρος]
- γεροντοκόρος ο [jerondokóros] Ο18 : (ειρ.) άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε ανύπαντρος.
[γεροντοκόρ(η) -ος]
- γεροντολόγος ο [jerondolóγos] Ο18 θηλ. γεροντολόγος [jerondolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη γεροντολογία.
[λόγ. < αγγλ. gerontologist < geronto- = γεροντο- + -logist = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- γεροπαραλυμένος ο [jeroparaliménos] Ο18 : (μειωτ.) για έκφυλο γέρο.
[γερο- 1 + παραλυμένος μππ. του παραλύω]
- γεροτράγος ο [jerotráγos] Ο18 : (μτφ., υβρ.) συνήθ. για παπά· τραγόπαπας.
[γερο- 1 + τράγος]



