Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.590 εγγραφές [1511 - 1520] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φονταμενταλισμός ο [fondamentalizmós] Ο17 : θεολογικό ρεύμα του αμερικανικού προτεσταντισμού, εχθρικό απέναντι στην επιστήμη, που στοχεύει στην επιστροφή στις εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις. || (επέκτ.) κάθε ιδεολογικό, πολιτικό κτλ. ρεύμα με παρόμοιες αρχές και στόχους: Mουσουλμανικός ~.
[λόγ. < αγγλ. fundamentalism (-ism = -ισμός)]
- φορμαλισμός ο [formalizmós] Ο17 : υπερτονισμός της μορφής, του τύπου, των εξωτερικών χαρακτηριστικών (με αντίστοιχη υποβάθμιση της ουσίας, του περιεχομένου). 1. επιστημονική, φιλοσοφική, ηθική θεώρηση, που υποστηρίζει την αποκλειστική προτεραιότητα, κυριαρχία των μορφών, των εξωτερικών χαρακτηριστικών, των τυπικών αρχών και σχέσεων σε αντίθεση προς το περιεχόμενο: Tα μαθηματικά, σύμφωνα με το φορμα λισμό, είναι επιστήμη καθαρά τυπικών δομών. Ο ~ στη θρησκευτική σκέ ψη συνίσταται στην τήρηση εξωτερικών θρησκευτικών μορφών και κανόνων. 2α. (τέχνη, λογοτ.) αισθητική θεωρία κατά την οποία τα μορφικά στοιχεία (χρώμα, στιλ, ήχος κτλ.) κυριαρχούν απόλυτα και συνιστούν το έργο τέχνης (με αντίστοιχη υποβάθμιση του περιεχομένου): Ο ~ χάνεται στην αφαίρεση και στην αοριστολογία. Ο ρωσικός ~ των αρχών του εικοστού αιώνα. β. αυστηρή προσήλωση σε παραδοσιακούς ή προδιαγεγραμμένους κανόνες και μεθόδους: Ο ~ του δεν τον άφησε να ανοιχτεί στα καινούρια ρεύματα της λογοτεχνίας. 3. πρακτική, συμπεριφορά, τρόπος ζωής προσκολλημένος σε παραδοσιακούς κανόνες και τύπους: Οι νέοι άνθρωποι απομακρύνονται από το φορμαλισμό της κοινωνίας και είναι αυθόρμητοι και εικονοκλάστες. Ο ~ της αγγλικής κοινωνίας διατηρείται ακόμα στις μέρες μας.
[λόγ. < γαλλ. formalisme (-isme = -ισμός)]
- φοροτεχνικός ο [forotexnikós] Ο17 : 1. επαγγελματίας που προσφέρει υπηρεσίες στους φορολογούμενους σχετικές με τις φορολογικές τους υποθέσεις: Πήγα σε φοροτεχνικό για να μου συμπληρώσει τη φορολογική μου δήλωση. 2. δημόσιος υπάλληλος αρμόδιος για τον έλεγχο των φορολογικών δηλώσεων και τον καθορισμό του αντίστοιχου φόρου.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. φοροτεχνικός]
- φουτουρισμός ο [futurizmós] Ο17 : καλλιτεχνική κίνηση και τεχνοτροπία του 20ού αι., που επιχείρησε να εκφράσει το νέο κόσμο της τεχνολογικής ανάπτυξης και το σύγχρονο άνθρωπο των μεγάλων πόλεων: Ο ~ ήθελε να αποτυπώσει τον κόσμο της ταχύτητας, της βίας και της δράσης.
[λόγ. < ιταλ. futurismo (ή μέσω του γαλλ. futurisme) (-ismo, -isme = -ισμός)]
- φραγκισκανός ο [frangiskanós] Ο17 θηλ. φραγκισκανή [frangiskaní] Ο29 : μέλος του μοναχικού τάγματος του Aγίου Φραγκίσκου της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. || (ως επίθ.): ~ μοναχός.
[λόγ. < μσνλατ. Franciscanus < Francisc(us) (όν. του ιδρυτή του τάγματος) = Φραγκίσκ(ος) -anus = -ανός· λόγ. φραγκισκαν(ός) -ή]
- φραγμός ο [fraγmós] Ο17 : καθετί που αποτελεί εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα, που παρεμποδίζει την παραπέρα πορεία, την εξέλιξη: H κυβερνητική πολιτική θέτει / βάζει φραγμούς στη μόρφωση. Πρέπει να τεθεί / να μπει ~ στην αυθαιρεσία και στον αυταρχισμό της εξουσίας. H αγάπη δε γνωρίζει φραγμούς.
[λόγ. < αρχ. φραγμός `φράξιμο΄ σημδ. γαλλ. barrière & αγγλ. barrier]
- φραξιονισμός ο [fraksionizmós] Ο17 : η (μυστική) σύσταση και λειτουργία ιδιαίτερης ομάδας στο εσωτερικό κομμάτων.
[λόγ. < γαλλ. fractionnisme (-isme = -ισμός)]
- φρασεολογισμός ο [fraseolojizmós] Ο17 : κάθε είδους στερεότυπη φρά ση ή έκφραση που χρησιμοποιείται σε μια γλώσσα.
[λόγ. φρασεολογ(ία) -ισμός]
- φροϊδισμός ο [froiδizmós] Ο17 : η ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόιντ.
[λόγ. < γερμ. Freudismus < ανθρωπων. Freud (όν. Aυστριακού ψυχολόγου) -ismus = -ισμός (ορθογρ. δαν.)]
- φρονηματισμός ο [fronimatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φρονηματίζω.
[λόγ. < ελνστ. φρονηματισμός `έπαρση΄ κατά τη σημ. του φρονιματίζω]



