Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο17 (ουρανός, ουρανού, ουρανοί)
1.590 εγγραφές [131 - 140]
αντικατοπτρισμός ο [andikatoptrizmós] Ο17 : 1.(φυσ.) οπτικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα αντικείμενο, που βρίσκεται μακριά από τον παρατηρητή, δημιουργεί είδωλο σε κοντινή απόσταση: Ο ~ οφείλεται στη διαφορά πυκνότητας των στρωμάτων του αέρα, η οποία προκαλεί ολική διάθλαση των φωτεινών ακτίνων. 2. (λόγ.) το αντικαθρέφτισμα.

[λόγ. αντικατοπτρισ- (αντικατοπτρίζω) -μός]

αντικληρικισμός ο [andiklirikizmós] Ο17 : σύνολο ιδεών και ενεργειών που χαρακτηρίζονται από εχθρότητα προς τον κλήρο και ιδιαίτερα προς την ανάμειξή του στην πολιτική εξουσία: Ένας βίαιος ~ που λίγο διαφέρει από την αθεΐα. Ο ~ του είναι εμφανέστερος στα τελευταία έργα του.

[λόγ. αντικληρικ(ός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. anticlérical isme]

αντικομμουνισμός ο [andikomunizmós] Ο17 : σύνολο ιδεών και ενεργειών που χαρακτηρίζονται από εχθρότητα προς τον κομμουνισμό: Φασιστικό καθεστώς με κύριο χαρακτηριστικό τον αντικομμουνισμό.

[λόγ. < γαλλ. anticommunisme (anti- = αντι-, -isme = -ισμός)]

αντικομφορμισμός ο [andikomformizmós] Ο17 : αντίθεση στον κομφορμισμό.

[λόγ. < γαλλ. anticonformisme (anti- = αντι-, -isme = -ισμός)]

αντιλογισμός ο [andilojizmós] Ο17 : (λογιστ.) σημείωση σε λογιστικό βιβλίο ή πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή με την οποία γίνεται διόρθωση ενός λάθους.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιλογισμός `αντίστροφος υπολογισμός΄]

αντιμεσημβρινός ο [andimesimvrinós] Ο17 : (γεωγρ., αστρον.) ο μεσημβρινός που απέχει εκατόν ογδόντα μοίρες από έναν άλλο.

[λόγ. αντι- + μεσημβρινός (ουσ.) μτφρδ. γαλλ. antiméridien (anti- = αντι-)]

αντιμιλιταρισμός ο [andimilitarizmós] Ο17 : αντίθεση ή εχθρότητα στο μιλιταρισμό.

[λόγ. < γαλλ. antimilitarisme (anti- = αντι-, -isme = -ισμός)]

αντιμιλιταριστής ο [andimilitaristís] Ο17 θηλ. αντιμιλιταρίστρια [andimilitarístria] Ο27 : αυτός που είναι αντίπαλος ή εχθρός του μιλιταρισμού: Διαδηλώσεις αντιμιλιταριστών ενάντια στη στρατιωτική επέμβαση.

[λόγ. < γαλλ. antimilitariste (anti- = αντι-, -iste = -ιστής)· λόγ. αντιμιλιταρισ(τής) -τρια]

αντιπερισπασμός ο [andiperispazmós] Ο17 : ενέργεια που γίνεται με σκοπό να αποσπάσει την προσοχή και ιδίως να εμποδίσει τη δράση του αντιπάλου στο σημείο που μας ενδιαφέρει: Kάνω αντιπερισπασμό. || (στρατ.): Επίθεση / επιχείρηση αντιπερισπασμού. H αιφνιδιαστική επιδρομή κατά της εχθρικής πρωτεύουσας ήταν απλός ~. Επιτυχής / ανεπιτυχής ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιπερισπασμός]

αντιπληθωρισμός ο [andipliθorizmós] Ο17 : (οικον.) οικονομική πολιτική που έχει ως στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού.

[λόγ. αντι- + πληθωρισμός]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...159   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες