Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.590 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλμπινισμός ο [albinizmós] Ο17 : (ιατρ.) ολική ή μερική έλλειψη της χρωστικής ουσίας στα μαλλιά, στο δέρμα ή στην ίριδα των ματιών.
[λόγ. < γαλλ. albinisme (-isme = -ισμός)]
- αλοτροπισμός ο [alotropizmós] Ο17 : η ιδιότητα των υδρόβιων οργανισμών να στρέφονται σε ορισμένη κατεύθυνση, για να βρουν νερό με διαφορετική αλμυρότητα.
[λόγ. < αρχ. ἁλ- (ἅλς) `αλάτι΄ -ο- + αρχ. τροπ(ή) `στροφή΄ -ισμός κατά το γεωτροπισμός]
- αλπινισμός ο [alpinizmós] Ο17 : άθλημα που γίνεται με αναρρίχηση σε ψηλές κορυφές βουνών ή με πέρασμα από δύσβατα ορεινά σημεία.
[λόγ. < γαλλ. alpinisme (-isme = -ισμός)]
- αλτρουισμός ο [altruizmós] Ο17 : αγάπη για τους ανθρώπους και ανιδιοτελής φροντίδα γι΄ αυτούς· (πρβ. φιλανθρωπία): Στην εποχή μας τείνει να εκλείψει ο ~.
[λόγ. < γαλλ. altru isme (-isme = -ισμός)]
- αλυτρωτισμός ο [alitrotizmós] Ο17 : εθνικιστική πολιτικοκοινωνική κίνηση που επιδιώκει την απελευθέρωση υπόδουλων ομοεθνών.
[λόγ. αλύτρωτ(ος) -ισμός μτφρδ. ιταλ. irredentismo]
- αλφαβητισμός ο [alfavitizmós] Ο17 : η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.
[λόγ. < αναλφαβητισμός (αναδρ. σχημ., με αποβ. του στερ. αν-, δες α- 1) μτφρδ. γαλλ. alphabétisation]
- αλφισμός ο [alfizmós] Ο17 : (βιολ.) έλλειψη κίτρινης, κόκκινης, καστανής ή μαύρης χρωστικής στον άνθρωπο, στα ζώα ή στα φυτά.
[λόγ. < αρχ. ἀλφ(ός) `υπόλευκη λέπρα΄ -ισμός μτφρδ. γαλλ. albinisme (δες αλμπινισμός)]
- αλωνισμός ο [alonizmós] Ο17 : το αλώνισμα ιδίως των σιτηρών.
[λόγ. αλωνισ- (αλωνίζω) -μός]
- αμαξοδηγός ο [amaksoδiγós] Ο17 : (σπάν.) 1. ο οδηγός της άμαξας. 2. ο μηχανοδηγός του τρένου.
[λόγ. άμαξ(α) + οδηγός]
- αμαξοποιός ο [amaksopiós] Ο17 : τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή ή επισκευή αμαξών ή κάρων.
[λόγ. < μσν. αμαξοποιός < άμαξ(α) -ο- + -ποιός (πρβ. ελνστ. ἁμαξοπηγός)]



