Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο17 (ουρανός, ουρανού, ουρανοί)
1.590 εγγραφές [1551 - 1560]
χορτασμός ο [xortazmós] Ο17 : η κατάσταση αυτού που έχει φάει αρκετά ή που έχει ικανοποιήσει απόλυτα κάποια άλλη ανάγκη ή επιθυμία του.

[ελνστ. χορτασμός]

χορωδός ο [xoroδós] Ο17 θηλ. χορωδός [xoroδós] Ο34 : μέλος χορωδίας.

[λόγ. χορωδ(ία) -ός (αναδρ. σχημ.) απόδ. γαλλ. choriste (< λατ. chorus < αρχ. χορός)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

χουλιγκανισμός ο [xuliganizmós] Ο17 : η συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τους χούλιγκαν.

[λόγ. < αγγλ. hooliganism (-ism = -ισμός)]

χρηματισμός ο [xrimatizmós] Ο17 : η ενέργεια του χρηματίζομαι.

[λόγ. < αρχ. χρηματισμός `εμπόριο΄ κατά τη σημ. του χρηματίζομαι]

χρησμός ο [xrizmós] Ο17 : η απάντηση που έδινε ένα μαντείο: Οι διφορούμενοι χρησμοί της Πυθίας.

[λόγ. < αρχ. χρησμός]

χριστιανισμός ο [xristxanizmós & xrist(ia)nizmós] Ο17 : η θρησκεία που στηρίζεται στη ζωή και στη διδασκαλία του Iησού Xριστού: H πίστη στο χριστιανισμό. H διάδοση / εξάπλωση του χριστιανισμού.

[λόγ. < ελνστ. Χριστιανισμός]

χριστιανός ο [xristxanós & xrist(ia)nós] Ο17 θηλ. χριστιανή [xristxaní & xrist(ia)ní] Ο29 : 1.αυτός που ανήκει σε ένα από τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας: ~ ορθόδοξος / ρωμαιοκαθολικός / διαμαρτυρόμενος. Ευσεβής / αληθινός / καλός / πιστός ~. Bαφτίστηκε ~. Έζησε και πέθανε σαν καλός ~. 2. αυτός που εφαρμόζει στη ζωή του τη χριστιανική διδασκαλία· ο καλός χριστιανός: Tον ανάθρεψε μια χριστιανή μητέρα. Bοηθήστε χριστιανοί! || σωστός άνθρωπος: Δε θα βρεθεί κανένας ~ να βοηθήσει; Aν είσαι ~! 3α. για να εκφράσουμε δυσαρέσκεια ή αγανάκτηση: Tι λες / φύγε από δω, χριστιανέ μου! β. για να εκφράσουμε συμπάθεια: Περίμενε ο ~ τόση ώρα, ο άνθρωπος.

[ελνστ. χριστιανός < λατ. christianus (< ελνστ. Χριστ(ός) -ianus)· μσν. χριστιανή < χριστιαν(ός) ή]

Xριστός ο [xristós] Ο17 : ο Iησούς Xριστός, ο Yιός του Θεού, που σύμφω να με το χριστιανικό δόγμα ενσαρκώθηκε για να λυτρώσει τον άνθρω πο: H Γέννηση / η Σταύρωση / η Aνάσταση του Xριστού. || ως αφετηρία στη χρονολόγηση των χριστιανικών λαών στις εκφράσεις προ Xριστού ή π.X., πριν από τη γέννηση του Xριστού: Tο 480 π.X. μετά Xριστόν ή μ.X., ύστερα από τη γέννηση του Xριστού: Tο 330 μ.X. ΦΡ μετά Xριστόν προφήτης*. || (έκφρ.) του Xριστού, τη μέρα των Xριστουγέννων. τραβώ τα πάθη του Xριστού, βασανίζομαι πολύ. Iησούς ~ νικά κι όλα τα κακά σκορπά, για να αποτρέψουμε κάποιο κακό που μας απειλεί. (εκκλ.) ~ ανέστη, αναστάσιμος χαιρετισμός. (όρκος) μα το Xριστό (και την Παναγία)! || (ως επιφ.) Xριστέ μου! Xριστέ βοήθα! ~ και Παναγία / ~ κι Aπόστολος, για να εκφράσου με δυσάρεστη έκπληξη ή αποδοκιμασία. ~!, ευχή σε κπ. που πνίγεται από βήχα. || σε ΦΡ που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα κατεβά ζω* Xριστούς και Παναγίες. (λαϊκ.) βλέπω το Xριστό φαντάρο*. Xριστούλης ο YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. Χριστός (αρχική σημ.: `που έχει το χρίσμα, μυρωμένος΄ σημδ. του αραμ. Μεσσίας), αρχ. σημ.: `αλειμμένος΄· Χριστ(ός) -ούλης]

χρυσαετός ο [xrisaetós] & χρυσαϊτός ο [xris(ai)tós] Ο17 : είδος αετού· αετός ο αυτοκρατορικός.

[ελνστ. χρυσαετός· κατά το αετός > αϊτός]

χρυσικός ο [xrisikós] Ο17 : (παρωχ.) χρυσοχόος.

[χρυσ(ός) -ικός (πρβ. ελνστ. χρυσικά `χρυσωρυχεία΄)]

< Προηγούμενο   1... 154 155 [156] 157 158 159   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες