Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουρντάρης ο [murdáris] Ο11 θηλ. μουρντάρα [murdára] Ο25α : 1. (οικ.) αυτός που επιδιώκει ή έχει πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: Kανείς δεν τον βάζει στο σπίτι του, γιατί είναι πολύ ~. || (ως επίθ.). 2. (λαϊκότρ. και ως επίθ.) βρομιάρης.
[τουρκ. murdar `βρομιάρης΄ -ης· μουρντάρ(ης) -α]
- μουρτζούφλης ο [murdzúflis] Ο11 θηλ. μουρτζούφλα [murdzúfla] Ο25α : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου σκυθρωπού και κακόκεφου: Γιατί είσαι τόσο ~ σήμερα; || (ως επίθ.).
[(;) πρβ. μσν. μούρτζουφλος `με σουφρωμένα φρύδια΄ ίσως < υστλατ. murcus `κουτσουρεμένος΄ + flexus `γερμένος προς τα κάτω΄· μουρτζού φλ(ης) -α]
- μουσαφίρης ο [musafíris] Ο11 πληθ. και μουσαφιραίοι θηλ. μουσαφίρισσα [musafírisa] Ο27α : αυτός που φιλοξενείται στο σπίτι κάποιου άλλου· φιλοξενούμενος: Είναι πολύ φιλόξενος άνθρωπος· από το σπίτι του ποτέ δε λείπουν οι μουσαφιραίοι. Έχω στο σπίτι μουσαφίρη και δεν μπορώ να φύγω. || επισκέπτης: Mας ήρθαν μουσαφίρηδες την ώρα που ετοιμαζόμουν να βγω.
[τουρκ. misâfir (από τα αραβ.), διαλεκτ. musafir -ης· μουσαφίρ(ης) -ισσα]
- μουσικάντης ο [musikándis] & μουζικάντης ο [muzikándis] Ο11 : (μειωτ.) οργανοπαίκτης.
[μουζ-: αντδ. < ιταλ. musicant(e) (συνήθ. όχι μειωτ.) -ης < musica < λατ. musica < αρχ. μουσική· μουσ-: κατά το μουσική]
- μουτζούρης ο [mudzúris] & μουντζούρης ο [mundzúris] Ο11 : (οικ.) 1α. άνθρωπος λερωμένος με μουτζούρες: Είναι πάντα ~, γιατί πουλάει κάρβουνα. β. τεχνίτης που δουλεύει σε μηχανές και ιδίως σε μηχανουργείο. 2α. τρένο με ατμομηχανή η οποία λειτουργεί με κάρβουνο: Φαντάροι που ταξίδευαν με το μουτζούρη. β. είδος χαρτοπαιγνίου.
[μουτζούρ(α), μουντζούρ(α) -ης]
- μουφλούζης ο [muflúzis] Ο11 θηλ. μουφλούζα [muflúza] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. αυτός που έχει χρεοκοπήσει και με επέκταση ο φτωχός. 2. (μτφ.) ο κακομοίρης.
[μσν. μουφλούζης < τουρκ. müflis (από τα αραβ.) -ης· μουφλούζ(ης) -α]
- μπαγαπόντης ο [baγapóndis] Ο11 θηλ. μπαγαπόντισσα [baγapóndisa] Ο27α & παγαπόντης ο [paγapóndis] Ο11 θηλ. παγαπόντισσα [paγapón disa] Ο27α & μπαγαμπόντης ο [baγabóndis] Ο11 θηλ. μπαγαμπόντισσα [baγabóndisa] Ο27α : (οικ.) άνθρωπος πονηρός, κατεργάρης ή απατεώνας: Tον ξεγέλασε ο ~ και του πήρε τα λεφτά.
[μπαγαμπ-: ιταλ. vagabond(o) `που περιπλανιέται, δε δουλεύει, άχρηστος΄ -ης κατά το κατεργάρης > βαγαμπόντης > μπ- από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [ton-v > tomv > tomb > tom-b] · μπαγαπ-: < μπαγαμπόντης με ανομ. ηχηρ. [b-b > b-p] · παγαπ-: αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα· μπαγαπόντ(ης), παγαπόντ(ης), μπαγαμπόντ(ης) -ισσα]
- μπαινάκης βγαινάκης ο [benákis vjenákis] Ο11 : (για πρόσ.) 1. (οικ.) αυτός που δε δίνει σημασία στις υποδείξεις που του κάνουν ή στις συμβουλές που του δίνουν. 2. (μειωτ.) αυτός που μετακινείται από τον ένα πολιτικό χώρο στον άλλο, που δεν είναι σταθερός στις πολιτικές του επιλογές: Tο κόμμα μας δεν έχει ανάγκη από μπαινάκηδες και βγαινάκηδες.
[μπαίν(ω) -άκης + βγαίν(ω) -άκης]
- μπακάλης ο [bakális] Ο11 θηλ. μπακάλισσα [bakálisa] Ο27α : επαγγελματίας που πουλάει λιανικώς είδη καθημερινής χρήσης και ιδίως τρόφιμα· παντοπώλης: Ο ~ του χωριού / της γειτονιάς. || το κατάστημα του μπακάλη· μπακάλικο: Πηγαίνει στον μπακάλη για να ψωνίσει.
[τουρκ. bakkal -ης· μπακάλ(ης) -ισσα]
- μπαμπέσης ο [babésis] Ο11 θηλ. μπαμπέσα [babésa] Ο25α : άνθρωπος δόλιος, πονηρός, ύπουλος: Οι εχθροί, μπαμπέσηδες όπως πάντα, μας χτύπησαν πισώπλατα.
[αλβ. pabes(ë) -ης με ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] · μπαμπέσ(ης) -α]



