Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
287 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαστούρης ο [mastúris] Ο11 & μαστούρα η [mastúra] Ο25α : (λαϊκ.) 1. ο ναρκομανής: Aυτός είναι μεγάλος ~ / μεγάλη μαστούρα. 2. ο μαστουρωμένος.
[τουρκ. mastur -ης· μαστούρ(ης) -α]
- ματζίρης ο [madzíris] Ο11 θηλ. ματζίρισσα [madzírisa] Ο27 : (προφ.) ο τσιγκούνης ή ο κακομοίρης.
[τουρκ. muhacir -ης (από τα αραβ.) `πρόσφυγας΄ με αποφυγή της χασμ.· ματζίρ(ης) -ισσα]
- μαυροσκούφης ο [mavroskúfis] Ο11 : (προφ.) στρατιωτικός που υπηρετεί στο όπλο των τεθωρακισμένων και φοράει μαύρο μπερέ.
[μαυρο- + σκούφ(ος) -ης]
- μεροκαματιάρης ο [merokamatxáris] Ο11 θηλ. μεροκαματιάρα [mero ka matxára] Ο25α & μεροκαματιάρισσα [merokamatxárisa] Ο27α : (οικ.) α. εργαζόμενος που εργάζεται και πληρώνεται με βάση το μεροκάματο· ημερομίσθιος εργάτης: Έκλεισε την επιχείρησή του και από αφεντικό έγινε ~. β. εργαζόμενος με χαμηλές αποδοχές: Ένας ~ δεν μπορεί να αγοράσει μεγάλο σπίτι. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος είναι· πού να βρει τόσα πολλά χρήματα!
[μεροκάματ(ο) -ιάρης· μεροκαματιάρ(ης) -α, -ισσα]
- μισακάρης ο [misakáris] Ο11 θηλ. μισακάρισσα [misakárisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) αγρότης που καλλιεργεί ένα χωράφι με το σύστημα της μορτής.
[μισακ(ός) -άρης· μισακάρ(ης) -ισσα]
- μισμίζης ο [mizmízis] Ο11 θηλ. μισμίζα [mizmíza] Ο25α : (προφ.) άνθρωπος μίζερος ή σχολαστικός.
[τουρκ. mιzmιz `αναποφάσιστος, δυσάρεστα λεπτολόγος΄ -ης· μισμίζ(ης) -α]
- μισογύνης ο [misojínis] Ο11 : αυτός που μισεί ή που γενικά δε συμπαθεί τις γυναίκες και αποφεύγει τις σχέσεις με αυτές.
[λόγ. < ελνστ. μισογύνης τίτλος κωμωδίας του Μενάνδρου]
- μόρτης ο [mórtis] Ο11 θηλ. μόρτισσα [mórtisa] Ο27α : (παρωχ.) μάγκας ή αλήτης.
μορτάκι το YΠΟKΟΡ. [ίσως τουρκ. (λαϊκ.) morti `πεθαμένος΄ -ς < ιταλ. morti πληθ. της λ. morto `πεθαμένος΄· μόρτ(ης) -ισσα]
- μουεζίνης ο [muezínis] Ο11 : μουσουλμάνος κληρικός ο οποίος, συνήθ. απ΄ τον εξώστη του μιναρέ, καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν.
[τουρκ. müezzin -ης (ίσως και *muezzin: πρβ. το αραβ.) < αραβ. mu΄adhdhin]
- μουρμούρης ο [murmúris] Ο11 θηλ. μουρμούρα [murmúra] Ο25α : (οικ.) αυτός που μουρμουρίζει, όταν παραπονιέται ή όταν διαμαρτύρεται.
[μουρμούρ(α) -ης· μουρμούρ(ης) -α]