Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [271 - 280] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φοντιέρης ο [fondjéris] Ο11 : ειδικός τεχνίτης που κόβει τα φόντια για τα παπούτσια.
[φόντ(ι) -ιέρης]
- φουκαριάρης ο [fukarjáris] Ο11 θηλ. φουκαριάρα [fukarjára] Ο25α : ο φουκαράς. || (ως επίθ.).
[φουκαρ(άς) -ιάρης· φουκαριάρ(ης) -α]
- χαζοβιόλης ο [xazovjólis] Ο11 θηλ. χαζοβιόλα [xazovjóla] Ο25α : (μειωτ., οικ.) για άνθρωπο ανόητο, συνήθ. όμως καλοσυνάτο.
[χαζο- + βιολ(ί) -ης (σύγκρ. φρ.: `το ίδιο βιολί΄)· χαζοβιόλ(ης) -α]
- χαμάλης ο [xamális] Ο11 : 1.(οικ.) αχθοφόρος: Δουλεύει ~ στο λιμάνι. Γυρίζω από την αγορά φορτωμένη σαν ~. Bρίζει σαν ~. 2. (υβρ.) άνθρωπος χυδαίος, πρόστυχος.
[τουρκ. hamal (από τα αραβ.) -ης]
- χαντούμης ο [xandúmis] Ο11 : (λαϊκότρ., υβρ.) ευνούχος, ανίκανος.
[τουρκ. hadιm -ης]
- χαραμοφάης ο [xaramofáis] Ο11 θηλ. χαραμοφάισσα [xaramofáisa] Ο27α : άνθρωπος τεμπέλης που δε δουλεύει και που τον τρέφουν άλλοι. || (επέκτ.) αυτός που δεν αποδίδει όσο πρέπει στη δουλειά του, που η αμοι βή του είναι δυσανάλογα μεγάλη με την απόδοσή του.
[χαράμ(ι) -ο- + φα- (τρώω) -ης μτφρδ. τουρκ. (διαλεκτ.) haramιιcι· χαραμοφά(ης) -ισσα]
- χαρμάνης ο [xarmánis] Ο11 : (λαϊκ.) αυτός που επιθυμεί πολύ κτ., κυρίως ναρκωτική ουσία, τσιγάρο κτλ. (που του λείπει): Είμαι ~ για τσιγάρο.
[τουρκ. harman `χαρμάνιασμα από έλλειψη ναρκωτικών΄ -ης]
- χασάπης ο [xasápis] Ο11 : (οικ.) 1. κρεοπώλης. 2. (μτφ.) α. κοινός εγκληματίας ή εγκληματίας πολέμου που σκότωσε πολλούς ανθρώπους ή έγινε αιτία να σκοτωθούν. β. (ειρ.) αδέξιος χειρούργος. || ΦΡ χασάπη, γράμματα!, σε προβολή λαϊκού κινηματογράφου, όταν δε φαίνονται οι υπότιτλοι ή δεν ακούγονται τα λόγια.
[τουρκ. (διαλεκτ.) hasap < kasap -ης]
- χασομέρης ο [xasoméris] Ο11 θηλ. χασομέρισσα [xasomérisa] Ο27 : (οικ.) αυτός που δε δουλεύει αλλά περνάει τον καιρό του γυρίζοντας εδώ και εκεί· αργόσχολος.
[χασομέρ(ι) -ης· χασομέρ(ης) -ισσα]
- χαχάμης ο [xaxámis] Ο11 : (παρωχ.) ο ραβίνος των Εβραίων της Aνατολής, που κατάγονται από την Iσπανία.
[τουρκ. haham (από τα εβρ.) -ης]



