Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τραγογένης ο [traγojénis] Ο11 : (υβρ., συνήθ. για παπά) που έχει γένι μακρύ και μυτερό σαν του τράγου.
[τράγ(ος) -ο- + γέν(ι) -ης]
- τραγοπόδης ο [traγopóδis] Ο11 : αυτός που είναι τραγοπόδαρος, συνήθ. ως επίθ.: Ο ~ Πάνας.
[αρχ. τραγόπους μεταπλ. κατά το πόδ(ι) -ης]
- τραμβαγέρης ο [tramvajéris] Ο11 θηλ. τραμβαγέρισσα [tramvajérisa] Ο27 : οδηγός ή εισπράκτορας σε τραμ.
[λόγ. τραμβάι `τραμ΄ < αγγλ. tramway (ορθογρ. δαν.) -έρης με συμφωνοποίηση του μεσοφ. ημιφ.· τραμβαγέ ρ(ης) -ισσα]
- τραπεζιέρης ο [trapezjéris] Ο11 θηλ. τραπεζιέρα [trapezjéra] Ο25α : (παρωχ.) τραπεζοκόμος.
[τραπέζ(ι) -ιέρης· τραπεζιέρ(ης) -α]
- τρατάρης ο [tratáris] Ο11 : ο ιδιοκτήτης τράτας ή αυτός που δουλεύει σε αυτή.
[τράτ(α) -άρης]
- τριαντάρης ο [triandáris] Ο11 θηλ. τριαντάρα [triandára] Ο25α : για πρόσωπο ηλικίας (περίπου) τριάντα ετών: Διαφορετικά σκέφτεται ένας ~ και διαφορετικά ένας εικοσάρης. H Mαρία φαίνεται τριαντάρα, ενώ είναι μεγαλύτερη. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος. Tριαντάρα γυναίκα.
[τριά ντ(α) -άρης· τριαντάρ(ης) -α]
- τρυπιοχέρης ο [tripxoxéris] Ο11 θηλ. τρυπιοχέρα [tripxoxéra] Ο25α : (οικ.) αυτός που είναι σπάταλος.
[τρύπι(ος) -ο- + χέρ(ι) -ης· τρυπιοχέ ρ(ης) -α]
- τσαγκάρης ο [tsaŋgáris] Ο11 : τεχνίτης που επιδιορθώνει ή κατασκευάζει παπούτσια· υποδηματοποιός: Έδωσα στον τσαγκάρη να σολιάσει τα παπούτσια μου.
[μσν. τσαγκάρης < τσαγκάριος, τζαγγάριος < ελνστ. τζάγγ(α) `είδος μαλακού περσικού παπουτσιού΄ (περσ. προέλ.) -άριος (ορθογρ. απλοπ.)]
- τσαμπάσης ο [tsambásis] Ο11 : (λαϊκότρ.) ζωέμπορος, κυρίως αλόγων.
[τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]
- τσαούσης ο [tsaúsis] Ο11 θηλ. τσαούσα [tsaúsa] Ο25α στη σημ. 2 : 1. βαθμός υπαξιωματικού του οθωμανικού στρατού. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο πεισματάρη, απαιτητικό και δυναμικό: Aυτή η μικρή είναι μια τσαούσα!
[μσν. τσαούσης < τουρκ. çavus -ης (χαλαρή άρθρ. του μεσοφ. [v] στα τουρκ.)· τσαούσ(ης) -α]



