Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [201 - 210] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεζεβέγκης ο [pezevéngis] Ο11 θηλ. πεζεβέγκισσα [pezevéngisa] Ο27 & μπεζεβέγκης ο [bezevéngis] Ο11 θηλ. μπεζεβέγκισσα [bezevéngisa] Ο27 : άνθρωπος πονηρός και αχρείος· παλιάνθρωπος, μασκαράς. || (παρωχ.) ρουφιάνος, μαστρωπός.
[τουρκ. pezevenk -ης· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] · πεζεβέγκ(ης), μπεζεβέγκ(ης) -ισσα]
- πενηντάρης ο [penindáris] Ο11 θηλ. πενηντάρα [penindára] Ο25α : για πρόσωπο που έχει ηλικία (περίπου) πενήντα ετών. || (ως επίθ.) πενηντάχρονος.
[πενήντ(α) -άρης· πενηντάρ(ης) -α]
- πεντοζάλης ο [pendozális] Ο11 & πεντοζάλι το [pendozáli] Ο44 : κυκλικός λαϊκός χορός που προέρχεται από την Kρήτη: Σέρνει / χορεύει τον πεντοζάλη.
[πεντο- + ζάλ(ο) -ης· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. (από την κρητική διάλ.)]
- περαματάρης ο [peramatáris] Ο11 : (παρωχ.) οδηγός βάρκας ή σχεδίας που χρησιμοποιείται ως πορθμείο.
[περαματ- (πέραμα) -άρης]
- περατάρης 1 ο [peratáris] Ο11 : (παρωχ.) περαματάρης.
[< περαματάρης με ανόμ. αποβ. της μεσαίας συλλαβής]
- περατάρης 2 ο [peratáris] Ο11: (λογοτ.) διαβάτης, περαστικός.
[περάτ(ης) 2 -άρης]
- περβολάρης ο [pervoláris] Ο11 θηλ. περβολάρισσα [pervolárisa] Ο27 : (προφ.) περιβολάρης.
[< περιβολάρης με συγκ. του άτ. [i] κατά το περιβόλι > περβόλι· περβολάρ(ης) -ισσα]
- περιβολάρης ο [perivoláris] Ο11 θηλ. περιβολάρισσα [perivolárisa] Ο27 : επαγγελματίας καλλιεργητής περιβολιού· (πρβ. κηπουρός).
[περιβόλ(ι) -άρης· περιβολάρ(ης) -ισσα]
- περουκιέρης ο [perukéris] Ο11 : τεχνίτης που κατασκευάζει περούκες.
[βεν. peruchier -ης]



