Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο10 (ναύτης, ναύτη, ναύτες)
778 εγγραφές [651 - 660]
συστασιώτης ο [sistasiótis] Ο10 : αυτός που συμμετέχει σε στάση, σε ανταρσία.

[λόγ. < αρχ. συστασιώτης]

συστρατιώτης ο [sistratiótis] Ο10 : αυτός που υπηρετεί ως στρατιώτης στην ίδια μονάδα ή το ίδιο χρονικό διάστημα με κπ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. συστρατιώτης]

σφαλερίτης ο [sfalerítis] Ο10 : ορυκτός θειούχος ψευδάργυρος.

[λόγ. < γερμ. Sphalerit < αρχ. σφαλερ(ός, σφάλλομαι) -it = -ίτης]

σφάχτης 1 ο [sfáxtis] Ο10 : (λαϊκότρ.) αυτός που δουλεύει σε σφαγείο· σφαγέας1.

[μσν. σφάχτης < ελνστ. σφάκτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

σφάχτης 2 ο : (οικ.) δυνατός πόνος, συνήθ. στα πλευρά γύρω από τη μέση: M΄ έπιασε ένας ~!

[< σφάχτης 1]

σφενδονήτης ο [sfenδonítis] Ο10 : στην αρχαιότητα, οπλίτης ελαφρά οπλισμένος με σφενδόνη.

[λόγ. < αρχ. σφενδονήτης]

σχοινοβάτης ο [sxinovátis] Ο10 θηλ. σχοινοβάτισσα [sxinovátisa] Ο27 : 1. ακροβάτης που εκτελεί ασκήσεις ισορροπίας επάνω σε τεντωμένο σκοι νί. 2. (μτφ.) ακροβάτης2.

[λόγ. < ελνστ. σχοινοβάτης· λόγ. σχοινοβάτ(ης) -ισσα]

σχολάρχης ο [sxolárxis] Ο10 : 1.διευθυντής σχολαρχείου. || παλαιότερη ονομασία διευθυντή σχολής. 2. ιδιοκτήτης ιδιωτικού σχολείου.

[λόγ. < ελνστ. σχολάρχης `ηγέτης φιλοσοφικής θεωρίας΄ κατά τη νέα σημ. της λ. σχολείο]

σωληνοκόφτης ο [solinokóftis] Ο10 : (τεχν.) εργαλείο με το οποίο κόβουν τους σωλήνες.

[σωλήν(ας) -ο- + κόφτης]

σωματάρχης ο [somatárxis] Ο10 : (στρατ.) ανώτατος αξιωματικός, με βαθ μό αντιστρατήγου, διοικητής σώματος στρατού.

[λόγ. σωματ- (σώμα)II + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef de corps militaire]

< Προηγούμενο   1... 64 65 [66] 67 68 ...78   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες