Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 778 εγγραφές [751 - 760] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χριστιανοδημοκράτης ο [xristxanoδimokrátis & xrist(ia)noδimokrátis] Ο10 : οπαδός της χριστιανοδημοκρατίας.
[λόγ. χριστιαν(ός) -ο- + δημοκράτης μτφρδ. γερμ. Christdemokrat (< Christ = χριστιανός + Demokrat = δημοκράτης)]
- χρονοδιακόπτης ο [xronoδiakóptis] Ο10 : μηχανισμός που βάζει σε λειτουργία ή που διακόπτει αυτόματα τη λειτουργία μιας μηχανής ή μιας συσκευής: Hλεκτρικός θερμοσίφωνας με χρονοδιακόπτη.
[λόγ. χρονο- 1 + διακόπτης μτφρδ. αγγλ. time switch]
- χρονομέτρης ο [xronométris] Ο10 : αυτός που κάνει τη χρονομέτρηση, κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα.
[λόγ. < γαλλ. chronométreur `τεχνικός που χρονομετρά΄ < chronomètre = χρονόμετρ(ον) -ης]
- χρωματοπώλης ο [xromatopólis] Ο10 : αυτός που πουλάει χρώματα, που έχει χρωματοπωλείο.
[λόγ. χρωματο- + -πώλης]
- χτίστης ο [xtístis] Ο10 : εργάτης που ασχολείται με το χτίσιμο· οικοδόμος· κτίστης1.
[αρχ. κτίστης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- χύτης ο [xítis] Ο10 : ειδικευμένος εργάτης χυτηρίου.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. χύτης < χυ- (δες χύνω) -της]
- χωριάτης ο [xorjátis] Ο10 θηλ. χωριάτισσα [xorjátisa] Ο27 & (λαϊκότρ.) χωριάτα [xorjáta] Ο25α : 1.χωρικός, με υποδήλωση της ιδιαίτερης συμπε ριφοράς και νοοτροπίας που τον χαρακτηρίζουν, σε σχέση με τον αστό. 2. (μτφ., μειωτ.) άνθρωπος του οποίου οι τρόποι, η εμφάνιση και τα γούστα δείχνουν έλλειψη αγωγής και πνευματικής καλλιέργειας. ΦΡ γινόμαστε με κπ. από δυο χωριά* χωριάτες. ΠAΡ Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ΄ ανέβει στο κρεβάτι, ο ανάγωγος άνθρωπος εκμεταλλεύεται την ευγένεια και την προθυμία των άλλων. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος.
χωριατάκος ο YΠΟKΟΡ για να εκφράσουμε συμπάθεια ή οίκτο. χωριατάκι το YΠΟKΟΡ χωριατόπουλο. [μσν. χωριάτης < χωρ(ιό) -ιάτης· μσν. χωριάτισσα < χωριάτ(ης) -ισσα· χωριάτ(ης) -α· χωριάτ(ης) -άκος]
- χωροβάτης ο [xorovátis] Ο10 : τοπογραφικό όργανο για τη μέτρηση υψομετρικών διαφορών.
[λόγ. < ελνστ. χωροβάτης]
- χωροδεσπότης ο [xoroδespótis] Ο10 : φεουδάρχης, τιμαριώτης.
[λόγ. χωρο- 2 + δεσπότης μτφρδ.(;) γερμ. Landesherr]
- χωρομέτρης ο [xorométris] Ο10 : αυτός που μετρά κάποια εδαφική έκτα ση με τα κατάλληλα τοπογραφικά όργανα.
[λόγ. < ελνστ. χωρομέτρης]



