Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο10 (ναύτης, ναύτη, ναύτες)
778 εγγραφές [641 - 650]
συνοδίτης ο [sinoδítis] Ο10 : (γλωσσ.) ~ φθόγγος, σύμφωνο που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο άλλα σύμφωνα για διεκόλυνση της άρθρωσης: Ο φθόγγος [d] που εμφανίζεται σε ορισμένες πτώσεις κατά την κλίση του αρχαίου ουσιαστικού “ἀνήρ” (π.χ. ἀνδρός, ἄνδρα) είναι ~ φθόγγος.

[λόγ. < ελνστ. συνοδίτης `ακόλουθος΄ (μτφρδ. (ελνστ.) λατ. comes) σημδ. γερμ. Begleitlaut]

συνορίτης ο [sinorítis] Ο10 θηλ. συνορίτισσα [sinorítisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) αυτός του οποίου η ιδιοκτησία έχει κοινό σύνορο με την ιδιοκτησία κάποιου άλλου.

[μσν. συνορίτης < σύνορ(ο) -ίτης· συνορίτ(ης) -ισσα]

συνταγματάρχης ο [sindaγmatárxis] Ο10 θηλ. συνταγματάρχης [sindaγmatárxis] & (προφ.) συνταγματαρχίνα [sindaγmatarxína] Ο26 : 1α. (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από τον αντισυνταγματάρχη και κατώτερος από τον ταξίαρχο. || (πληθ.) οι πρωταίτιοι της δικτατορίας της 21ης Aπριλίου 1967: Tο πραξικόπημα / η χούντα των συνταγματαρχών. β. (παλαιότ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον αντισυνταγματάρχη και κατώτερος από τον ταξίαρχο. 2. (θηλ.) α. γυναίκα που έχει το βαθμό του συνταγματάρχη. β. συνταγματαρχίνα, η γυναίκα του συνταγματάρχη.

[λόγ. < ελνστ. συνταγματάρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· συνταγματάρχ(ης) -ίνα]

συντάκτης ο [sindáktis] Ο10 θηλ. συντάκτρια [sindáktria] Ο27 : 1.αυτός που διατυπώνει εγγράφως κτ., που συντάσσει ένα κείμενο: Ο ~ της επιστολής / της προκήρυξης παραμένει άγνωστος. Ο ~ του νομοσχεδίου. || αυτός που συνεργάζεται στη συγγραφή ενός συλλογικού έργου: Οι συντάκτες του λεξικού / της εγκυκλοπαίδειας. 2. δημοσιογράφος που γράφει άρθρα σε εφημερίδες, σε περιοδικά ή συντάσσει τα κείμενα των ειδή σεων για τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα: Πολιτικός / αθλητικός ~, του πολιτικού / αθλητικού ρεπορτάζ. Ένωση Συντακτών Hμερησίων Εφημερίδων Aθηνών (ΕΣHΕA).

[λόγ. < ελνστ. συντάκτης `συγγραφέας΄· λόγ. συντάκ(της) -τρια]

συνταξιδιώτης ο [sindaksiδjótis] Ο10 θηλ. συνταξιδιώτισσα [sindaksiδjótisa] Ο27 : αυτός που ταξιδεύει μαζί με κπ. άλλον ή με κάποιους άλλους.

[λόγ. συν- ταξιδιώτης· λόγ. συνταξιδιώτ(ης) -ισσα]

συντοπίτης ο [sindopítis] Ο10 θηλ. συντοπίτισσα [sindopítisa] Ο27 : (οικ.) αυτός που κατάγεται από την ίδια πόλη ή περιοχή με κπ. άλλο.

[μσν. συντοπίτης < συν- τόπ(ος) -ίτης (πρβ. ελνστ. σύντοπος ίδ. σημ.)· συντοπίτ(ης) -ισσα]

συνωμότης ο [sinomótis] Ο10 θηλ. συνωμότρια [sinomótria] & συνωμότισσα [sinomótisa] Ο27 : αυτός που οργανώνει ή που παίρνει μέρος σε μια συνωμοσία.

[λόγ. < αρχ. συνωμότης· λόγ. συνωμό(της) -τρια· λόγ. συνωμότ(ης) -ισσα]

συρματοσύρτης ο [sirmatosírtis] Ο10 : (τεχν.) μηχάνημα που ελαττώνει τις διαστάσεις ενός μεταλλικού τεμαχίου, χωρίς να αλλάζει τη διατομή του· τρεφιλιέρα.

[λόγ. συρματ- (σύρμα) -ο- + σύρτης]

σύρτης ο [sírtis] Ο10 : 1.μηχανισμός που κλείνει και ασφαλίζει εσωτερικά μια πόρτα ή κάποια άλλη σχετική κατασκευή και που αποτελείται από ένα μεταλλικό έλασμα που κινείται παλινδρομικά μέσα σε ανάλογη υποδοχή τοποθετημένη στο κούφωμα ή στο άλλο φύλλο της πόρτας· (πρβ. μάνταλο): Bάζω / βγάζω / τραβάω το σύρτη. Ο ~ μπαίνει στην πόρτα. 2. (τεχν.) ονομασία εξαρτήματος μηχανής, τορπίλης κτλ., που μοιάζει με σύρτη.

[ελνστ. σύρτης `σκοινί για τράβηγμα΄]

συσσιτιάρχης ο [sisitiárxis] Ο10 : αυτός που είναι υπεύθυνος για το συσσίτιο των στρατιωτών.

[λόγ. συσσίτι(ον) + -άρχης]

< Προηγούμενο   1... 63 64 [65] 66 67 ...78   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες