Dictionary of Standard Modern Greek
| 259 items total [141 - 150] | << First < Previous Next > Last >> |
- μπουνταλάς ο [budalás] Ο1 θηλ. μπουνταλού [budalú] Ο37 : (οικ.) για άνθρωπο αφελή, κουτό, ανόητο: Tον βρήκε μπουνταλά και τον ξεγέλασε.
[τουρκ. budala -ς· μπουνταλ(άς) -ού]
- μπουρζουάς ο [burzuás] Ο1 : (μειωτ.) ο αστός, συνήθ. αυτός που ανήκει στην ανώτερη αστική τάξη.
[λόγ. < γαλλ. bourgeois (όχι μειωτ.) -ς]
- μπρατσαράς ο [bratsarás] Ο1 θηλ. μπρατσαρού [bratsarú] Ο37 : (προφ.) ο μπρατσωμένος άνθρωπος: Στην είσοδο του μπαρ είχαν βάλει δυο μπρατσαράδες για να διώχνουν τους ανεπιθύμητους πελάτες.
[μπράτσ(ο) -αράς· μπρατσαρ(άς) -ού]
- μυλωνάς ο [milonás] Ο1 θηλ. μυλωνού [milonú] Ο37 : αυτός, συνήθ. ιδιοκτήτης, που δουλεύει στο μύλο. ΠAΡ Θεωρία* επισκόπου και καρδία μυλωνά. || (θηλ.) και η σύζυγος του μυλωνά.
[μσν. μυλωνάς < αρχ. μυλών `μύλος΄ -άς· μυλων(άς) -ού]
- μυταράς ο [mitarás] Ο1 θηλ. μυταρού [mitarú] Ο37 : (οικ.) άνθρωπος με μεγάλη μύτη.
[μύτ(η) -αράς· μυταρ(άς) -ού]
- νερουλάς ο [nerulás] Ο1 : αυτός που μετέφερε και πουλούσε νερό στις γειτονιές.
[νερ(ό) -ουλάς]
- νοτιάς ο [notxás] Ο1 : 1.ο νότιος άνεμος· νοτιά: Φυσάει ~. || υγρός καιρός από νότιους ανέμους: Ο καιρός γύρισε σε νοτιά. 2. (οικ.) το ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα· νότος: Στράφηκε κατά το νοτιά.
[νοτιά -ς μεταπλ. κατά το βοριάς]
- νταβάς 1 ο [davás] & ταβάς ο [tavás] Ο1 : είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με ψηλά χείλη, που συνήθ. έχει δύο χέρια για να το κρατούν.
[τουρκ. tava -ς και ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ]
- νταβάς 2 ο : (λαϊκ.) νταβατζής.
[σύντμ. του νταβ(ατζής) -άς 1]
- νταγλαράς ο [daγlarás] & νταγκλαράς ο [daglarás] Ο1 : (λαϊκ.) για κπ. που είναι πολύ ψηλός και άχαρος· κρεμανταλάς.
[τουρκ. dağlar πληθ. της λ. dağ `βουνό΄ -άς, από φρ. όπως dağlar kadar “σαν τα βουνά”, δηλ. τεράστιος, dağlar anasι για μεγαλόσωμη γυναίκα]



