Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 259 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γουναράς ο [γunarás] Ο1 : τεχνίτης, βιομήχανος ή έμπορος γούνας: Οι γουναράδες της Kαστοριάς.
[μσν. *γουνάρ(ης) μεταπλ. κατά τα επαγγελμ. -άς < γουνάριος (αποβ. του [o] για αποφυγή της χασμ.) < γούν(α) -άριος]
- γραφιάς ο [γrafxás] Ο1 : (μειωτ.) ο γραφέας.
[μσν. γραφιάς < γραφέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. γραφεύς, αιτ. -έα]
- γυναικάς ο [jinekás] Ο1 : αυτός που του αρέσουν υπερβολικά οι γυναίκες, που συνεχώς επιδιώκει να δημιουργεί μαζί τους ερωτικές σχέσεις.
[γυναίκ(α) -άς]
- γυναικοκαβγάς ο [jinekokavγás] Ο1 : καβγάς, λογομαχία μεταξύ γυναικών.
[γυναικο- + καβγάς]
- γυψάς ο [jipsás] Ο1 : (οικ.) ο γυψαδόρος.
[γύψ(ος) -άς]
- δοντάς ο [δondás] Ο1 θηλ. δοντού [δondú] Ο37 : (μειωτ.) αυτός που έχει μεγάλα δόντια που συνήθ. προεξέχουν.
[δόντ(ι) -άς ή σπάν. ελνστ. ὀδοντᾶς με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· δοντ(άς) -ού]
- δοσάς ο [δosás] Ο1 : (προφ.) δοσατζής.
[δόσ(η) -άς]
- δουλευταράς ο [δuleftarás] Ο1 θηλ. δουλευταρού [δuleftarú] Ο37 : (προφ.) αυτός που αγαπάει τη δουλειά και που δουλεύει ακούραστα. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος.
[δουλευτ(ής) -αράς· δουλευταρ(άς) -ού]
- εκθεσάς ο [ekθesás] Ο1 : (προφ.) καθηγητής φιλόλογος που διδάσκει το μάθημα της έκθεσης σε φροντιστήριο ή παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα.
[έκθεσ(η)II2 -άς]
- επιπλάς ο [epiplás] Ο1 : (προφ.) επιπλοποιός.
[έπιπλ(ο) -άς]



