Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο1 (ψωμάς, ψωμά, ψωμάδες)
259 εγγραφές [151 - 160]
νταλκάς ο [dalkás] Ο1 : (λαϊκ.) μεγάλη, δυνατή επιθυμία, μεράκι: Έχει μεγάλο νταλκά για μια γυναίκα.

[τουρκ. dalga `αφηρημάδα, δόση ναρκωτικού΄ ( [g > k] ;)]

ντολμάς ο [dolmás] Ο1 : καθεμιά από τις μικρές μπάλες από κιμά, ρύζι και διάφορα μυρωδικά που είναι τυλιγμένες με αμπελόφυλλα ή με λάχα νο: Σήμερα φάγαμε ντολμάδες αυγολέμονο. ντολμαδάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως ντολμαδάκι γιαλαντζί.

[τουρκ. dolma ]

ντουνιάς ο [dunás] Ο1 : (λαϊκότρ.) κόσμος: Θα φωνάξω να μ΄ ακούσει όλος ο ~. Ο ψεύτικος ~, για να δηλώσουμε τη ματαιότητα της ζωής, του κόσμου. (έκφρ.) κόσμος και ~: Γύρισε κόσμο και ντουνιά, ταξίδεψε πολύ. Στα πανηγύρια μαζεύεται κόσμος και ~, πολύς κόσμος και κάθε είδους.

[τουρκ. dünya (από τα αραβ.) ]

ομπρελάς ο [ombrelás] Ο1 : αυτός που κατασκευάζει, επιδιορθώνει ή πουλάει ομπρέλες.

[ομπρέλ(α) -άς]

οντάς ο [ondás] Ο1 : (λαϊκότρ.) δωμάτιο, ιδίως το επίσημο.

[μσν. οντάς < τουρκ. oda ]

ουλεμάς ο [ulemás] Ο1 : θεολόγος γνώστης του μουσουλμανικού δικαίου στην οθωμανική κοινωνία.

[τουρκ. ulema < αραβ. ūlamā]

παλικαράς ο [palikarás] Ο1 θηλ. παλικαρού [palikarú] Ο37 στη σημ. β & παλληκαράς ο [palikarás] Ο1 θηλ. παλληκαρού [palikarú] Ο37 στη σημ. β : α.άντρας (συνήθ. ένοπλος, πολεμιστής κτλ.) γενναίος, άφοβος και μαχητικός· παλικάρι. β. άνθρωπος γενναίος. || (συνήθ. ειρ.): Kάνω / παριστάνω τον παλικαρά, προσποιούμαι τον άφοβο ή τον άγριο, για να φοβίσω κπ.

[παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -άς· παλικαρ(άς), παλληκαρ(άς) -ού]

Παναμάς ο [panamás] Ο1 : στη ΦΡ υπόθεση Παναμά, για σκανδαλώδη υπόθεση οικονομικής κατάχρησης στην οποία ενέχονται δημόσια πρόσωπα.

[λόγ. < γαλλ. Ρanama από οικονομικά σκάνδαλα κατά τη διάνοιξη της διώρυγας του Παναμά]

παναμάς ο [panamás] Ο1 : είδος ελαφρού ψάθινου αντρικού καπέλου. παναμαδάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. panama από το όν. της χώρας της Κεντρικής Aμερικής]

πανεράς ο [panerás] Ο1 : ο επαγγελματίας που κατασκευάζει και πουλά πανέρια.

[πανέρ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   1... 14 15 [16] 17 18 ...26   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες