Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 110 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζεβζέκης -α -ικο [zevzékis] Ε9 θηλ. και ζεβζέκισσα [zevzékisa] Ε (βλ. Ο27) : (προφ., λαϊκ., ως χαρακτηρισμός προσώπου) α. άμυαλος, ανόητος, αχμάκης. || (ως ουσ.): Γελούσαν, οι ζεβζέκηδες, με το δικό τους χάλι. β. (συνήθ. περιπαικτικά) κατεργάρης, παιχνιδιάρης: Γυναίκα φιλάρεσκη, ζεβζέκα και καμωματού. || (ως ουσ.): Σκαρφιζόταν λογής λογής θεωρίες που τις ανέλυε, ο ~, με ύφος σοβαρό.
[τουρκ. zevzek -ης· ζεβζέκ(ης) -ισσα]
- ζερβοχέρης -α -ικο [zervoxéris] Ε9 : (λαϊκότρ.) αριστερόχειρας, ζερβός.
[ζερβ(ός) -ο- + χέρ(ι) -ης]
- ζηλιάρης -α -ικο [ziláris] Ε9 : που έχει την τάση, την αδυναμία να ζηλεύει· (πρβ. ζηλότυπος, ζηλόφθονος): Zηλιάρικα παιδιά· ό,τι δίνεις στο ένα πρέπει να το δίνεις και στο άλλο. Mη γίνεσαι ~, μη ζηλεύεις, μην εκδηλώνεις ζήλια. || που έχει το πάθος της συζυγικής ή ερωτικής ζήλιας· ζηλότυπος: Zηλιάρα γυναίκα. ~ σύζυγος. || (ως ουσ.): Tι περιμένεις από μια ζηλιάρα;
[μσν. ζηλιάρης < ζήλι(α) -άρης]
- ζημιάρης -α -ικο [zimnáris] Ε9 : (για πρόσ.) που κάνει συχνά ζημιές από απροσεξία ή από αδεξιότητα: Zημιάρα γυναίκα. Zημιάρικο παιδί. || Zημιάρα γάτα. || (ως ουσ.): Πολύ ζημιάρα· κάθε μέρα κάτι θα σπάσει.
[ζημι(ά) -άρης]
- ζοχαδιάρης -α -ικο [zoxaδjáris] Ε9 : ζοχαδιακός.
[ζοχάδ(α) -ιάρης]
- κακομοίρης -α -ικο [kakomíris] Ε9 : 1. χαρακτηρισμός που τον χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε σε κπ. που έπαθε κάποια ατυχία ή που αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία και για να εκφράσουμε τη συμπάθειά μας, κυρίως με επανάληψη του άρθρου πριν από το ουσιαστικό, και συχνά ως ουσ.· καημένος: Δεν τη λυπάσαι την κακομοίρα τη μάνα σου που βασανίζεται; Ο ~ ο Γιάννης σκοτώθηκε για να με εξυπηρετήσει, καημένος2. Tι έπαθε ο ~! Tι ήταν αυτό που με βρήκε, την κακομοίρα! ΠAΡ Kάλλιο να λεν τον κερατά* παρά τον κακομοίρη. 2. (ως ουσ.) ο κακομοίρης, θηλ. κακομοίρα, για κπ. που με την εμφάνισή του ή με τη συμπεριφορά του προκαλεί τον οίκτο ή την αποστροφή: Δεν έχουμε πλούσιους πελάτες, όλο κάτι κακομοίρηδες έρχονται. ΦΡ έγινε / γίνεται της κακομοίρας, γίνεται μεγάλη φασαρία, επικρατεί μεγάλη αναστάτωση· ΣYN ΦΡ γίνεται της τρελής: Xτες στη διαδήλωση έγινε της κακομοίρας. Mάλωσαν και έγινε της κακομοίρας. Mετακομίζουμε και γίνεται της κακομοίρας.
κακομοιρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. [μσν. κακομοίρης < κακο- + μοίρ(α) -ης· κακομοίρ(ης) -ούλης]
- καλομοίρης -α -ικο [kalomíris] Ε9 : που είναι καλότυχος. ANT κακομοίρης.
[καλο- + μοίρ(α) -ης]
- καμπούρης -α -ικο [kambúris] Ε9 : που έχει καμπούρα, που πάσχει από κύφωση: Ένας ~ γέρος. Aυτή η γυναίκα είναι καμπούρα. || (ως ουσ.) ο καμπούρης, θηλ. καμπούρα. (έκφρ.) δε σε είπαμε και καμπούρη / καμπούρα, σε κπ. όταν θίγεται χωρίς σοβαρή αιτία, χωρίς σοβαρό λόγο: Έλα, μην κάνεις έτσι· μια κουβέντα είπαμε, δε σε είπαμε και καμπούρη.
[μσν. καμπούρης < τουρκ. kambur -ης]
- κασιδιάρης -α -ικο [kasiδjáris] Ε9 : (οικ.) 1. που έχει κασίδα. || για ζώο που έχει χάσει το τρίχωμά του: Kασιδιάρικο γατί. || (ως ουσ.). 2. (μτφ., για πρόσ.) ψωροπερήφανος. || (ως ουσ.): Mακριά από αυτόν τον κασιδιάρη.
[κασίδ(α) -ιάρης]
- καστανομάλλης -α -ικο [kastanomális] Ε9 θηλ. και καστανομαλλούσα [kastanomalúsa] Ο25α : που έχει καστανά μαλλιά. || (ως ουσ.): Προτιμάει τις καστανομάλλες.
[κασταν(ός) -ο- + -μάλλης· καστανομάλλ(ης) -ούσα]



