Dictionary of Standard Modern Greek
| 34 items total [31 - 34] | << First < Previous Next > Last >> |
- τσαγαλής -ιά -ί [tsaγalís] Ε8 & τσαγαλί [tsaγalí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του χλωρού αμύγδαλου· πρασινωπός. || (ως ουσ.) το τσαγαλί, το τσαγαλί χρώμα.
[τσάγαλ(ο) -ής· τσάγαλ(ο) -ί 4]
- φιστικής -ιά -ί [fistikís] Ε8 & φιστικί [fistikí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του φιστικιού Aιγίνης: Φιστικί ζακέτα. || (ως ουσ.) το φιστικί, το φιστικί χρώμα.
[τουρκ. fιstιkî -ς· τουρκ. fιstιkî]
- φραουλής -ιά -ί [fraulís] Ε8 & φραουλί [fraulí] Ε (άκλ.) : που έχει το κόκκινο χρώμα της ώριμης φράουλας: Φραουλί κουβέρτα. || (ως ουσ.) το φραουλί, το φραουλί χρώμα· φρεζ.
[φράουλ(α) -ής· φράουλ(α) -ί 4]
- χρυσαφής -ιά -ί [xrisafís] Ε8 & χρυσαφί [xrisafí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του χρυσού: Xρυσαφιά κλωστή. Xρυσαφιές / χρυσαφί κουρτίνες. Στη δύση του ο ήλιος γίνεται ~. || (ως ουσ.) το χρυσαφί, το χρυσαφί χρώ μα.
[χρυσάφ(ι) -ής· χρυσάφ(ι) -ί 4]



