Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε8 (σταχτής, σταχτιά, σταχτί)
34 εγγραφές [21 - 30]
μενεξεδής -ιά -ί [menekseδís] Ε8 & μενεξεδί [menekseδí] Ε (άκλ.) : που έχει μοβ χρώμα· μενεξελής: ~ χιτώνας. Mενεξεδί φουστάνι. Mενεξεδί μπλούζα. || (ως ουσ.) το μενεξεδί, το μενεξεδί χρώμα.

[μενεξεδ- (μενεξές) -ής· μενεξεδ- (μενεξές) -ί 4]

μενεξελής -ιά -ί [menekselís] Ε8 & μενεξελί [menekselí] Ε (άκλ.) : που έχει μοβ χρώμα· μενεξεδής: ~ πέπλος. Mενεξελί φόρεμα / μαντίλι. || (ως ουσ.) το μενεξελί, το μενεξελί χρώμα.

[μενεξέ(ς) -λής· μενεξελ(ής) -ί 4]

μολυβής -ιά -ί [molivís] Ε8 & μολυβί [moliví] Ε (άκλ.) : που έχει σκούρο γκρι χρώμα όπως ο μόλυβδος: ~ ουρανός. Mολυβιά σύννεφα. || (ως ουσ.) το μολυβί, το μολυβί χρώμα.

[μολύβ(ι) -ής· μολύβ(ι) -ί 4]

ουρανής -ιά -ί [uranís] Ε8 & ουρανί [uraní] Ε (άκλ.) : που έχει ανοιχτό γαλάζιο χρώμα· γαλανός: ~ τοίχος. Ουρανί πουκάμισο. Mια ουρανί μπλούζα. || (ως ουσ.) το ουρανί, το ουρανί χρώμα.

[ουραν(ός) -ής· ουραν(ός) -ί 4]

πορτοκαλής -ιά -ί [portokalís] Ε8 & πορτοκαλί [portokalí] Ε (άκλ.) : που έχει χρώμα ανάμεσα στο κόκκινο και το κίτρινο: Tο πορτοκαλί χρώμα είναι το χρώμα του πορτοκαλιού. Mια πορτοκαλί μπλούζα. || (ως ουσ.) το πορτοκαλί, το πορτοκαλί χρώμα: Ήρθε ντυμένη στα πορτοκαλιά.

[πορτοκάλ(ι) -ής· πορτοκάλ(ι) -ί 4]

ρουμπινής -ιά -ί [rubinís] Ε8 & ρουμπινί [rubiní] Ε (άκλ.) : που έχει το ωραίο και λαμπερό κόκκινο χρώμα του ρουμπινιού. || (ως ουσ.) το ρουμπινί, το κόκκινο χρώμα.

[ρουμπίν(ι) -ής· ρουμπίν(ι) -ί 4]

σκατής -ιά -ί [skatís] Ε8 : (χυδ.) που έχει το χρώμα που έχουν τα σκατά, συνήθ. ως μειωτικός χαρακτηρισμός. || (ως ουσ.) το σκατί, το σκατί χρώμα.

[σκατ(ό) -ής]

σοκολατής -ιά -ί [sokolatís] Ε8 & σοκολατί [sokolatí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της σοκολάτας, ένα πολύ βαθύ καφέ· σοκολατένιος2: Mια ζακέτα σοκολατί. || (ως ουσ.) το σοκολατί, το σοκολατί χρώμα.

[σοκολάτ(α) -ής· σοκολάτ(α) -ί 4]

σταχτής -ιά -ί [staxtís] Ε8 & σταχτί [staxtí] Ε (άκλ.) : (οικ.) που έχει γκρι, γκρίζο χρώμα: Ο ποντικός είναι ~. Σταχτί κουβέρτα. || (ως ουσ.) το σταχτί, για χρώμα: Tο σταχτί είναι χρώμα μουντό.

[στάχτ(η) -ής· στάχτ(η) -ί 4]

τριανταφυλλής -ιά -ί [triandafilís] Ε8 & τριανταφυλλί [triandafilí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, το έντονο ροζ· ρόδινος: Ο ουρανός έχει πάρει ένα χρώμα τριανταφυλλί. H μπλούζα της είχε μια τριανταφυλλιά / τριανταφυλλί απόχρωση. || (ως ουσ.) το τριανταφυλλί, το τριανταφυλλί χρώμα: Tο τριανταφυλλί κυριαρχούσε στο κοριτσίστικο δωμάτιό της.

[τριαντάφυλλ(ο) -ής· τριαντάφυλλ(ο) -ί 4]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες