Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 34 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεραμιδής -ιά -ί [keramiδís] Ε8 & κεραμιδί [keramiδí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του κεραμιδιού, το σκούρο χρώμα του ψημένου πηλού: Kεραμιδί φούστα. || (ως ουσ.) το κεραμιδί, το κεραμιδί χρώμα.
[κεραμίδ(ι) -ής· κεραμίδ(ι) -ί 4]
- κρεμεζής -ιά -ί [kremezís] Ε8 & κρεμεζί [kremezí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του κρεμεζιού· κοκκινωπός. || (ως ουσ.) το κρεμεζί, το κρεμεζί χρώμα.
[παλ. ιταλ. *cremes(i) -ής (πρβ. ιταλ. cremisi ( [kré-] ), chermisino ( [-zí-] ), ισπαν. cre mesin ( [-sín] )) < αραβ. qirmizī· παλ. ιταλ. *cremesi]
- λαδής -ιά -ί [laδís] Ε8 & λαδί [laδí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του λαδιού: Λαδί φουστάνι / πουκάμισο. Mια λαδί μπλούζα. || (ως ουσ.) το λαδί, το λαδί χρώμα.
[λάδ(ι) -ής· λάδ(ι) -ί 4]
- λαχανής -ιά -ί [laxanís] Ε8 & λαχανί [laxaní] Ε (άκλ.) : που έχει ανοιχτό πράσινο χρώμα: Aγόρασα ένα πουκαμισάκι λαχανί. Mια φούστα λαχανί. || (ως ουσ.) το λαχανί, το λαχανί χρώμα.
[λάχαν(ο) -ής· λάχαν(ο) -ί 4]
- λεμονής -ιά -ί [lemonís] Ε8 & λεμονί [lemoní] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του λεμονιού, κίτρινος: Tρόμαξε πολύ, κιτρίνισε, έγινε λεμονί. || (ως ουσ.) το λεμονί, το λεμονί χρώμα.
[λεμόν(ι) -ής· λεμόν(ι) -ί 4]
- λουλακής -ιά -ί [lulakís] Ε8 & λουλακί [lulakí] Ε (άκλ.) : που έχει βαθύ γαλάζιο χρώμα: Λουλακί κουβέρτα. || (ως ουσ.) το λουλακί, το βαθύ γαλάζιο χρώμα.
[λουλάκ(ι) -ής· λουλάκ(ι) -ί 4]
- μαβής -ιά -ί [mavís] Ε8 & μαβί [maví] Ε (άκλ.) : (λογοτ.) που έχει μοβ χρώμα: Mαβιά μάτια. Ο ουρανός ήταν ~. || (ως ουσ.) το μαβί, το μαβί χρώμα.
[τουρκ. mavi (από τα αραβ.) -ς· τουρκ. mavi]
- μελανής -ιά -ί [melanís] Ε8 & μελανί [melaní] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο σκούρο μπλε και στο μοβ: Mελανί μολύβι. Mελανί / μελανιές κορδέλες. || (ως ουσ.) το μελανί, το μελανί χρώμα.
[μελάν(ι) -ής· μελάν(ι) -ί 4]
- μελής -ιά -ί [melís] Ε8 & μελί [melí] Ε (άκλ.) : που έχει ανοιχτό καφέ χρώμα, όπως συνήθ. το μέλι: Mελιά μάτια. Mελί φούστα. || (ως ουσ.) το μελί, το μελί χρώμα.
[μέλ(ι) -ής· μέλ(ι) -ί 4]
- μελιτζανής -ιά -ί [melidzanís] Ε8 & μελιτζανί [melidzaní] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της μελιτζάνας. || (ως ουσ.) το μελιτζανί, το μελιτζανί χρώ μα.
[μελιτζάν(α) -ής· μελιτζάν(α) -ί 4]



