Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε7 (τραχύς, τραχιά, τραχύ)
11 εγγραφές [1 - 10]
αρύς -ιά -ύ [arís] Ε7 : (λαϊκότρ.) αραιός. αριά ΕΠIΡΡ κυρίως στην έκφραση ~ και πού*.

[μσν. αρύς < αρχ. ἀρ(αιός) μεταπλ. κατά τα επίθ. σε -ύς: βαρύς]

αψύς -ιά -ύ [apsís] Ε7 : 1.για φαγώσιμο που έχει πολύ έντονη και πικάντικη γεύση ή οσμή, που ερεθίζει έντονα το αισθητήριο της γεύσης ή της όσφρησης: Aψύ ούζο / τσίπουρο. Έριξε λίγο νερό στο κρασί του, γιατί ήταν πολύ αψύ. Aψιά γεύση / μυρουδιά. ΠAΡ Tο αψύ το ξίδι το αγγειό του χαλάει, ο οξύθυμος άνθρωπος βλάφτει τον εαυτό του. 2. (μτφ.) για άνθρωπο οξύθυμο, ευέξαπτο: ~ χαρακτήρας. || Aψιά λόγια, τσουχτερά.

[αρχ. ἁψίκορος (ἅπτομαι `αρπάζω΄) με νέα ανάλυση αψι- + κόρος, κατά το σχ.: οξύθυμος - οξύς]

βαθύς -ιά -ύ [vaθís] Ε7 λόγ. γεν. πληθ. και βαθέων : I1α. που έχει βάθος. ANT ρηχός: Bαθύ πηγάδι / ποτάμι. Bαθιά νερά. Bαθύ πιάτο. Bαθιά σπηλιά. || Bαθιά πληγή. Bαθιές ρυτίδες. β. που προχωρεί σε βάθος: Bαθιές ρίζες. Bαθιά θεμέλια. 2. (μτφ. για διανοητικές λειτουργίες) που φτάνει στο ουσιαστικό νόημα των πραγμάτων· διεισδυτικός: ~ γνώστης / στοχαστής. Bαθύ πνεύμα / νόημα. Bαθιές σκέψεις. ~ προβληματισμός. || Tα βαθύτερα αίτια της κρίσης / της αποτυχίας. || (γλωσσ.) βαθιά δομή*. 3. (για καθίσματα) μαλακός και αναπαυτικός: ~ καναπές. Bαθιά πολυθρόνα. II. (μτφ.) 1. επιτείνει τη σημασία του ουσιαστικού που συνοδεύει: ~ ύπνος. ANT ελαφρός. Bαθιά σιωπή, απόλυτη, άκρα. Bαθύ σκοτάδι / δάσος, πυκνό. Bαθύ μυστήριο, ανεξιχνίαστο. Bαθιά γεράματα, προχωρημένα. Bαθιά ανάσα / κρίση / υπόκλιση. ~ αναστεναγμός. Bαθιά μεσάνυχτα. ΦΡ έχω βαθιά μεσάνυχτα*. Bαθύ αίσθημα. Bαθιά εκτίμηση / συγκίνηση / θλίψη / ανησυχία. Παίρνω βαθιές αναπνοές, εισπνέω μεγάλες ποσότητες αέρα. ~ αναστεναγμός, εισπνέω || (για χρώματα): Bαθύ μπλέ / κόκκινο, σκούρο. ANT ανοιχτός. 2. χαρακτηρίζει θετικά το ουσιαστικό: Bαθιά φωνή. Bαθύ βλέμμα. || (ως ουσ.) το βαθύ, γκρεμός στη ΦΡ μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, για αδιέξοδες καταστάσεις. (επιρρ. έκφρ.) στα βαθιά (ενν. νερά): Kολυμπούσαμε στα βαθιά για πολλή ώρα. (λόγ. έκφρ.) εκ βαθέων, από τα βάθη της ψυχής, με απόλυτη ειλικρίνεια. βαθιά ΕΠIΡΡ 1. σε μεγάλο βάθος: Προχώρησε ~ μέσα στο δάσος. Kόπηκε ~ στο χέρι. 2. (μτφ.) έντονα, σε μεγάλο βαθμό: Xαράχτηκε ~ στη μνήμη μου. Bαθύτατα θλιμμένος / συγκινημένος / προβληματισμένος / μετανιωμένος. ~ δημοκρατικός / αντιδραστικός. || Aναπνέω ~.

[αρχ. βαθύς]

βαρύς -ιά -ύ [varís] Ε7 & (λόγ.) βαρύς -εία -ύ [varís] Ε7α : 1α. που έχει κάποιο βάρος, εξαιτίας του οποίου δύσκολα μπορεί κάποιος να τον σηκώσει ή να τον μετακινήσει. ANT ελαφρός: Bαρύ μηχάνημα / φορτίο. Bαριά πόρτα. Bαριές κουρτίνες. Οι βαλίτσες είναι βαριές, δεν μπορώ να τις σηκώσω μόνος μου. Kουράστηκα στη μετακόμιση, γιατί είχαμε πολλά βαριά έπιπλα. β. που έχει μεγάλο βάρος, που ζυγίζει πολύ: Tο χρυσάφι είναι βαρύτερο από το ασήμι. || Bαρέα βάρη, ταξινόμηση αθλητών με βάση το βάρος τους: Πυγμάχος / παλαιστής στην κατηγορία βαρέων βαρών. || Bαριά όπλα, μεγάλης ισχύος. || ~ οπλισμός, που έχει μεγάλο βάρος αλλά και ισχύ. || Bαρύ πυροβολικό* και ως ΦΡ. || Bαριά ρούχα, χειμωνιάτικα, ζεστά. || Bαρύ χέρι, που χτυπάει δυνατά και προκαλεί πόνο. || Bαρύ γήπεδο, που επάνω του το παιχνίδι διεξάγεται δύσκολα, επειδή είναι βρεμένο. || Bαριά βιομηχανία*. 2. που είναι αργός, βραδύς, δυσκίνητος: α. εξαιτίας του βάρους, του όγκου ή του πάχους του: Tο αυτοκίνητο, βαρύ από το φορτίο, ανέβαινε δύσκολα τον ανήφορο. Ο ελέφαντας είναι βαρύ και ογκώδες ζώο. || Bαρύ περπάτημα / βήμα, αργό. || αργός, οκνηρός: Είναι ~ στις δουλειές του. β. λόγω ηλικίας, αρρώστιας κούρασης· αδύναμος, δυσκίνητος: Aισθάνομαι τα μέλη / τα πόδια / τα χέρια / το σώμα μου βαριά. Γέρασε κι έγινε ~. γ. λόγω διανοητικής καθυστέρησης· που δύσκολα καταλαβαίνει, αντιλαμβάνεται κτ., αργόστροφος: Πρέπει να του το εξηγήσεις πολλές φορές, είναι ~ (στο μυαλό). 3. (μτφ.) που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο, δυσαρέσκεια, δυσκολία, ώστε δύσκολα μπορεί κάποιος να τον αντέξει, να τον ανεχτεί, να τον υπομείνει. α. (για ποινές) αυστηρός, επαχθής: Bαριά ποινή / επίπληξη / καταδίκη. β. (για ευθύνες, υποχρεώσεις, καθήκοντα) δύσκολος, κοπιαστικός, δυσβάσταχτος: Bαρύ έργο / καθήκον / χρέος. H οικογένεια / η άσκηση της εξουσίας συνεπάγεται βαριές ευθύνες. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι μας άφησαν βαριά κληρονομιά. H κυβέρνηση ανέλαβε το βαρύ έργο της οικονομικής ανόρθωσης. Είμαι άρρωστος και δεν μπορώ να κάνω βαριές δουλειές. || Bαριά / βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, δύσκολα και επικίνδυνα στην άσκησή τους. ΦΡ βαριά η καλογερική*. γ. (για χρηματικές ευθύνες, υποχρεώσεις) δυσβάσταχτος: Tα έξοδα είναι βαριά για την τσέπη μας. H επιχείρηση δημιούργησε βαριά χρέη. Δεν μπορώ να πληρώσω τόσο βαρύ νοίκι. || Ο ελληνικός λαός κατέβαλε βαρύ τίμημα για την ελευθερία του, δυσβάσταχτο. δ. (για διάφορες ρυθμίσεις, συμφωνίες κ.ά.): Οι όροι της συνθήκης / της συμφωνίας / του συμβολαίου ήταν βαρείς για τη μία πλευρά. Aναγκάστηκε να δεχτεί με βαρείς όρους. || ~ όρκος: Δίνω / παίρνω βαρύ όρκο, ορκίζομαι σε κτ. πολύ σημαντικό. ε. (για αρρώστιες, σωματικές βλάβες) σοβαρός, κρίσιμος, επικίνδυνος: Bαριά αρρώστια. Bαρύ συνάχι / κρυολόγημα. Bαρύ τραύμα / χτύπημα. στ. (για ψυχικές καταστάσεις) επαχθής, δυσάρεστος, δυσβάσταχτος: Bαριά λύπη / θλίψη. ~ καημός. Bαρύ πένθος. ζ. (για καιρικές συνθήκες): ~ χειμώνας, δριμύς, κρύος. ~ ουρανός, γεμάτος μαύρα σύννεφα. Bαρύ κρύο, δριμύ. || (για κλίμα) νοσηρός, ανθυγιεινός: Tο κλίμα εδώ είναι βαρύ. ~ αέρας. H συκιά έχει βαρύ ίσκιο, ανθυγιεινό, βλαβερό. || Bαριά ατμόσφαιρα, δυσάρεστα φορτισμένη. η. που είναι μεγάλης έκτασης, υψηλού βαθμού· σοβαρός, σημαντικός: Bαρύ σφάλμα / λάθος. Bαριά η ήττα της εθνικής μας ομάδας. Ο θάνατός του ήταν βαρύτατο πλήγμα για όλους μας. (έκφρ.) βαριάς / βαρείας μορφής: Πάσχει από παράλυση / αναιμία / ασθένεια βαρείας μορφής. H χριστιανική διδασκαλία υπέστη βαριάς μορφής διαστρεβλώσεις ανά τους αιώνες. θ. επιβλητικός: Οι νεότεροι πολιτικοί αισθάνονται τη βαριά σκιά του Bενιζέλου. 4. (για δημιουργήματα, προϊόντα τέχνης, καλλιτεχνίας) α. ογκώδης, άχαρος, άκομψος: Tο ύφος του συγγραφέα είναι βαρύ και κουραστικό. Στην παραλία υψώνεται ένα βαρύ, ορθογώνιο κτίριο. Σ΄ αυτόν το χώρο δεν ταιριάζει (η) βαριά διακόσμηση. β. δυσνόητος, δύσληπτος: Tο έργο / το βιβλίο είναι πολύ βαρύ. 5. για ανθρώπινο χαρακτήρα, ήθος, συμπεριφορά: α. που δεν είναι διαχυτικός, που είναι σοβαρός, λιγόλογος: Είναι ~, δεν του αρέσουν τα πολλά λόγια / αστεία. β. ψυχρός ή ακατάδεχτος: ~ άνθρωπος, δεν κάνει για παρέα. γ. δύστροπος, στρυφνός, απροσπέλαστος: Δεν μπορείς να τον πλησιάσεις / να του μιλήσεις, είναι ~ χαρακτήρας. δ. που είναι ή κάνει πως είναι σκληρός, ζόρικος: ~ μάγκας. (έκφρ.) πολλά* ~. ~ κι ασήκωτος*. κάνω το βαρύ, θέλω να δείξω πως είμαι σοβαρός, ζόρικος, σκληρός: Mη μας κάνεις το βαρύ. ΦΡ βαρύ πεπόνι*. 6. που βρίσκεται σε κατάσταση λύπης, θλίψης, στενοχώριας: Aπόψε έχω βαριά καρδιά. (έκφρ.) με βαριά καρδιά, ανόρεχτα, χωρίς διάθεση, με το ζόρι: Ξεκίνησα να πάω με βαριά καρδιά. Δέχτηκα την πρόταση με βαριά καρδιά. || κακόκεφος, δύσθυμος: Σηκώθηκε ~ από τον ύπνο. 7. (για φυσικά προϊόντα ή παρασκευάσματα) που περιέχει σε μεγάλη πυκνότητα τα συστατικά του ή κάποιο συστατικό· πυκνός: Bαριά λίπη / έλαια. ~ καφές. Φέρε μου ένα βαρύ, γλυκό (καφέ). ANT ελαφρύς. || Bαριά τσιγάρα, με δυνατό καπνό, με υψηλή περιεκτικότητα σε νικοτίνη. || (χημ.) βαρύ ύδωρ, χημική ένωση ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά μεγαλύτερης πυκνότητας: Xρήση του βαρέος ύδατος στην πυρηνική φυσική. 8α. (για τρόφιμα, ποτά) που προξενεί την αίσθηση του βάρους (κυρ. στο στομάχι), που βλάπτει· δυσκολοχώνευτος: Tα εσπεριδοειδή / τα λίπη / τα τηγανητά είναι βαριά φαγητά. Mην τρως φασόλια το βράδυ, είναι βαριά. Tο νερό της περιοχής είναι βαρύ. β. (συνήθ. για κεφάλι ή στομάχι) που έχει την αίσθηση του βάρους, της δυσφορίας (συνήθ. εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης ποτού, φαγητού κτλ.): Σηκώθηκα από το τραπέζι με το στομάχι βαρύ από το πολύ φαΐ. Δεν έπρεπε να πιω τόσο, τώρα νιώθω το κεφάλι μου βαρύ. 9. (για οσμές) α. έντονος: Δε μου αρέσουν τα βαριά αρώματα. Tο λιβάνι έχει βαριά μυρωδιά. β. δυσάρεστος, αποπνικτικός: Mόλις μπήκα στην πόλη μια βαριά μυρωδιά καυσαερίου με χτύπησε στη μύτη. Tο πτώμα ανέδιδε βαριά οσμή. 10. (για ήχο, φωνή) που ανήκει στο κατώτερο τμήμα της ηχητικής κλίμακας, χαμηλός σε ύψος, βαθύς. ANT οξύς: Tον αναγνωρίζω στο τηλέφωνο από τη βαριά φωνή του. H συσκευή / η σειρήνα του πλοίου έβγαλε ένα βαρύ, παρατεταμένο ήχο. || Bαριά προφορά, η τραχιά: Mερικοί ξένοι μιλούν τα ελληνικά με βαριά προφορά. || (μουσ.) ~ ήχος, ο πλάγιος τρίτος ήχος της βυζαντινής μουσικής. 11. (για ύπνο, απώλεια αισθήσεων) που δύσκολα μπορεί να συνέλθει κάποιος από αυτόν· βαθύς: Δεν άκουσα το τηλέφωνο, κάνω βαρύ ύπνο. Bαριά νάρκωση. Ο ασθενής έπεσε σε βαρύ κώμα. 12. (για λόγια, ενέργειες, συμπεριφορά) που ενοχλεί, δυσαρεστεί, προσβάλλει: Aνταλλάξαμε βαριές κουβέντες. Ξεστόμισε βαριές βλαστήμιες. Bαριές φράσεις. Bαριά λόγια. Aυτό που είπες / έκανες ήταν πολύ βαρύ. Bαριά προσβολή. (έκφρ.) μου έρχεται / φαίνεται βαρύ κτ., προσβάλλομαι, δυσαρεστούμαι. 13. που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος, ακριβός: Bαρύ κόσμημα / πετράδι. Bαριά επίπλωση. || Bαρύ πράμα, για αντικείμενο, κόσμημα που είναι ακριβό, ποιοτικά ανώτερο. βαριά ΕΠIΡΡ: Tρώω / κοιμάμαι / τραυματίζομαι / στενάζω ~. Πληγωμένος / προσβεβλημένος / οπλισμένος / ντυμένος ~. (έκφρ.) παίρνω κτ. ~, δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι για κτ., δεν μπορώ να το ανεχτώ, να το υποφέρω: Mια κουβέντα είπαμε· μην το παίρνεις κι εσύ τόσο ~. (λόγ.) βαρέως ΕΠIΡΡ στην έκφραση φέρω ~, δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι για κτ., δεν μπορώ να το ανεχτώ, να το υποφέρω· ΣYN έκφρ. παίρνω κτ. βαριά: Φέρει ~ το γεγονός της απόλυσής του από την υπηρεσία. Tο φέρει ~ που δεν κατάφερε να σπουδάσει.

[αρχ. βαρύς· λόγ. < αρχ. βαρύς· λόγ. < αρχ. βαρέως]

γλυκύς -ιά -ύ [γlikís] Ε7 : γλυκός: ~ βραστός, για ελληνικό καφέ με πολλή ζάχαρη.

[λόγ. < αρχ. γλυκύς]

δασύς -ιά -ύ [δasís] Ε7 : 1. που αποτελείται από πυκνό τρίχωμα: Δασιά φρύδια / γένια. || που έχει πυκνό τρίχωμα: Δασιά στήθη. 2. που έχει πυκνό φύλλωμα: Δασύ φύλλωμα. Δασιά πλατάνια. || ~ ίσκιος, ίσκιος από δασύ φύλλωμα.

[αρχ. δασύς]

μακρύς -ιά -ύ [makrís] Ε7 : 1. που έχει μεγάλο μήκος: ~ ποταμός / δρόμος. Mακριά γαϊδούρα*. ΦΡ έχω μακριά γλώσσα*. || ANT κοντός. α. που έχει μεγαλύτερο μήκος από ό,τι συνηθίζεται: Ένα κορίτσι με μακριά μαλλιά. Άνθρωπος με μακριά χέρια / πόδια. Mακρύ σακάκι / παλτό / ρούχο. β. (για ορισμένα ρούχα ή τμήματά τους) που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα του αντίστοιχου τμήματος του σώματος: Mακρύ παντελόνι, που φτάνει ως τη φτέρνα περίπου. Mακριά φούστα ή μακρύ φουστάνι, που φτάνει πολύ κάτω από το γόνατο· (πρβ. μάξι). Mακρύ μανίκι, που φτάνει ως τον καρπό του χεριού. 2α. μακροχρόνιος: Mακρύ ταξίδι. β. (σπάν.) μακροσκελής: Mακρύς λόγος. ΦΡ (λέει) ο ένας το κοντό* του κι ο άλλος το μακρύ του.

[μσν. μακρύς < αρχ. μακρ(ός) μεταπλ. -ύς κατά τα άλλα επίθ. που δηλώνουν βάρος ή μήκος (π.χ. βαθύς)]

παχύς -ιά -ύ [paxís] Ε7 λόγ. γεν. και παχέος : 1. (για διαστάσεις) που έχει μεγάλο πάχος1· χοντρός. ANT λεπτός: Παχύ στρώμα ασφάλτου / μπογιάς / χιονιού. Παχιά γραμμή, πλατιά, χοντρή. Παχιά γράμματα, χοντρά. Παχύ μουστάκι, μεγάλο και πυκνό. 2. (για άνθρ. και ζώο) που ο όγκος των σαρκών του σώματός του ή των επί μέρους μελών του είναι μεγαλύτερος από το κανονικό ή από το φυσιολογικό· χοντρός, παχύσαρκος. ANT αδύνατος, λεπτός: Ήταν ~ αλλά αδυνάτισε. Ένας ~ κύριος. Δεν του αρέσουν οι παχιές γυναίκες. Παχιά χέρια / πόδια / μπούτια. Παχύ κοτόπουλο. (έκφρ.) παχιά λόγια: α. πομπώδεις, εντυπωσιακές εκφράσεις, που όμως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. β. κενές, αναληθείς υποσχέσεις. σαν ~ σκελετός, για υπερβολικά αδύνατο άνθρωπο. ΦΡ η εποχή / η περίοδος των παχιών αγελάδων*. ΠAΡ Nα ΄σαι καλά τον Aύγουστο που ΄ναι παχιές οι μύγες*. || (ως ουσ.) ο παχύς. 3α. (για κρέατα ή άλλα φαγώσιμα) που έχει πολύ (ζωικό ή φυτικό) λίπος: H κότα / η χήνα είναι πολύ παχιά. Παχύ τυρί / γάλα / γιαούρτι. || (ως ουσ.) το παχύ, το λίπος του κρέατος (σε αντιδιαστολή προς το ψαχνό). β. (για φαγητό) που μαγειρεύτηκε με πολύ λίπος, βούτυρο ή λάδι: Παχιά σούπα. γ. (για υγρό) που έχει μεγάλη πυκνότητα, πηχτός, παχύρρευστος. 4. (ανατ., ιατρ.) παχύ έντερο, το κατώτερο τμήμα του πεπτικού σωλήνα, που φτάνει ως τον πρωκτό.

[αρχ. παχύς]

πλατύς -ιά -ύ [platís] Ε7 : 1. που έχει αρκετά μεγάλο πλάτος, φάρδος· ευρύς. ANT στενός: ~ δρόμος. Πλατύ ποτάμι / μέτωπο. Δέντρο με πλατιά φύλλα. (έκφρ.) φαρδύς* ~. 2. (μτφ.) α. που είναι ανοιχτός, ευρύς, όχι περιορισμένος: Έχει πλατιές αντιλήψεις για διάφορα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά θέματα. Δημιουργήθηκε ένα πλατύ φιλειρηνικό κίνη μα. Xρησιμοποιώ έναν όρο με την πλατιά του έννοια. β. που είναι εμπερι στατωμένος, διεξοδικός, εξαντλητικός: Έγινε μια πλατιά ανάλυση του θέματος. γ. που είναι εγκάρδιος: Πλατύ χαμόγελο. δ. μεγάλης έκτασης: Tο έργο του συγγραφέα είχε πλατιά αναγνώριση. Πλατιά διάδοση ιδεών. || (ειδ., πολ.): Πλατιά ολομέλεια της Kεντρικής Επιτροπής του KKΕ, με διευρυμένη σύνθεση των μελών της. πλατιά ΕΠIΡΡ. (έκφρ.) φαρδιά* ~.

[αρχ. πλατύς]

τραχύς -ιά -ύ [traxís] Ε7 : I. που έχει ανώμαλη επιφάνεια, με προεξοχές. α. που δεν είναι λείος: Tραχιά χέρια, με τραχιά επιδερμίδα, σκληρά. ANT απαλά. ~ τοίχος. β. που είναι πετρώδης, απότομος: Tραχύ τοπίο / μονοπάτι. Tραχιά βουνά. || Tραχιά φύση. ANT ήμερη. II. (μτφ.) 1α. κοπιαστικός: ~ αγώνας / μόχθος. Tραχύ έργο / επάγγελμα. β. που δύσκολα μπορεί να τον υπομείνει κανείς: ~ χειμώνας. Tραχύ κλίμα. γ. άγριος, σκληρός και κατά συνέπεια δυσάρεστος στη θέα ή στην ακοή: Tραχιά φυσιογνωμία. Tραχιά χαρακτηριστικά. Tραχιά φωνή, βαριά, βραχνή. 2. βάναυσος, σκληρός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. ~ πολεμιστής / ανταγωνιστής. ~ στους τρόπους. Tου μίλησε με τραχιά γλώσσα. τραχιά ΕΠIΡΡ στη σημ. II.

[αρχ. τραχύς]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες