Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε6 (πλούσιος, πλούσια, πλούσιο)
410 εγγραφές [301 - 310]
παραδείσιος -α -ο [paraδísios] Ε6 : (λόγ.) παραδεισένιος. || Παραδείσια πτηνά / πουλιά, γένος εξωτικών πουλιών με χρωματικά ποικίλο και ζωηρόχρωμο φτέρωμα που ζουν κυρίως στη Nέα Γουινέα.

[λόγ. παράδεισ(ος) -ιος μτφρδ. γαλλ. paradisiaque < paradis < ελνστ. παράδεισος]

παραδουνάβιος -α -ο [paraδunávios] Ε6 : που βρίσκεται δίπλα στον ποταμό Δούναβη ή πάνω στις όχθες του: Παραδουνάβιες περιοχές / πόλεις / χώρες. || (ιστ.): Παραδουνάβιες ηγεμονίες.

[λόγ. παρα- 1 Δούναβ(ις) -ιος]

παραθαλάσσιος -α -ο [paraθalásios] Ε6 : που βρίσκεται (πολύ) κοντά, δίπλα σε θάλασσα, παραλιακός: Παραθαλάσσιες πόλεις / περιοχές / εγκαταστάσεις. Παραθαλάσσια οικόπεδα / σπίτια. || (ως ουσ.) το παραθαλάσσιο, κατοικία κοντά στη θάλλασσα: Δε θα πάτε φέτος στο παραθαλάσσιο;

[λόγ. < αρχ. παραθαλάσσιος]

παρακαμπτήριος -α -ο [parakamptírios] Ε6 : που παρακάμπτει κτ., που χρησιμοποιείται για να παρακαμφθεί κτ.: ~ δρόμος ή παρακαμπτήρια οδός, η παρακαμπτήριοςα. Παρακαμπτήρια σιδηροδρομική γραμμή, η παρακαμπτήριοςβ.

[λόγ. παρακάμπ(τω) -τήριος]

παράκτιος -α -ο [paráktios] Ε6 : που βρίσκεται ή που συμβαίνει κοντά σε ακτή θάλασσας: Παράκτιοι τουριστικοί σταθμοί. Παράκτια ναυσιπλοΐα / αλιεία. Παράκτια πυροβολεία.

[λόγ. < αρχ. παράκτιος]

παραλίμνιος -α -ο [paralímnios] Ε6 : που βρίσκεται δίπλα σε λίμνη: Παραλίμνιες περιοχές / εκτάσεις / πόλεις.

[λόγ. παρα- 1 λίμν(η) -ιος (πρβ. ελνστ. παράλιμνος ίδ. σημ.)]

παράλιος -α -ο [parálios] Ε6 : που βρίσκεται δίπλα σε θάλασσα, παραθαλάσσιος: Παράλιες εκτάσεις / περιοχές / πόλεις. Παράλια παραθεριστικά κέντρα. || (ως ουσ.) τα παράλια, τμήματα, ζώνες μιας χώρας, μιας περιοχής, που βρίσκονται δίπλα στη θάλασσα: Tα παράλια της Mικράς Aσίας. Tα βόρεια / τα νότια παράλια. Στα παράλια η θερμοκρασία θα παραμείνει υψηλή, ενώ στα πεδινά και στα ορεινά θα σημειώσει μικρή κάμψη.

[λόγ. < αρχ. παράλιος, ελνστ. τά παράλια]

παραμεσόγειος -α -ο [paramesójios] Ε6 : (για τόπο, περιοχή) που βρίσκεται κοντά στη Mεσόγειο Θάλασσα: Οι παραμεσόγειες περιοχές έχουν πιο γλυκό κλίμα από τις ηπειρωτικές.

[λόγ. παρα- 1 Mεσόγειος]

παραμήτριος -α -ο [paramítrios] Ε6 : 1. ο παραμητρικός. 2. (ως ουσ., ανατ.) το παραμήτριο: α. ιστός που περιβάλλει τμήματα της μήτρας. β. τα όργανα που είναι συνεχόμενα προς τη μήτρα και ειδικότερα οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες.

[λόγ. επίθ. < ουσ. παραμήτριον < νλατ. parametrium < para- = παρα- 1 + metrium < metr- < αρχ. μήτρ(α) -ium = -ιον]

παραπλήσιος -α -ο [paraplísios] Ε6 : που βρίσκεται κοντά, σε (πολύ) μικρή απόσταση σε σχέση με κτ. άλλο και κυρίως που έχει μικρή διαφορά ή αρκετή ομοιότητα προς κτ. άλλο, παρόμοιος, παρεμφερής: Οι απόψεις τους είναι παραπλήσιες. Tα χρώματα δεν είναι ακριβώς ίδια, είναι όμως παραπλήσια. παραπλήσια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. παραπλήσιος]

< Προηγούμενο   1... 29 30 [31] 32 33 ...41   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες