Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
410 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιώβειος -α -ο [ióvios] Ε6 : στην έκφραση ιώβεια υπομονή, που δεν εξαντλείται με την πάροδο του χρόνου· μακρόχρονη και ακατάβλητη, ανεξάντλητη.
[λόγ. < ελνστ. Ἰώβ (όν. προφήτη της Π.Δ.) -ειος μτφρδ. γαλλ. de Job]
- καθαρτήριος -α -ο [kaθartírios] Ε6 : 1. που γίνεται ή που χρησιμεύει για εξαγνισμό: Kαθαρτήρια θυσία. Kαθαρτήριες τελετές. Kαθαρτήριο πυρ. 2. (ως ουσ.) το καθαρτήριο, σύμφωνα με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ο τόπος όπου οι ψυχές των αμαρτωλών περνούν από τη δοκιμασία της κάθαρσης και εξαγνίζονται για να γίνουν δεκτές στον παράδεισο· πουργκατόριο.
[λόγ.: 1: ελνστ. καθαρτήριος· 2: σημδ. ιταλ. purgatorio]
- καίριος -α -ο [kérios] Ε6 : για κτ. που γίνεται όταν και όπου πρέπει, ώστε να είναι αποτελεσματικό: Kαίριο πλήγμα / χτύπημα / τραύμα, θανατηφό ρο. || (επέκτ.) πολύ σοβαρός, κρίσιμος ή σημαντικός: Kαίρια προβλήματα. Προβλήματα που έχουν καίρια σημασία. Kαίριο ερώτημα, πολύ ουσιώδες. Πρόσωπα που κατέχουν καίριες θέσεις, θέσεις κλειδιά.
καίρια ΕΠIΡΡ: Οι κατηγορίες του έπληξαν ~ τους πολιτικούς αντιπάλους του. [λόγ. < αρχ. καίριος]
- καλυπτήριος -α -ο [kaliptírios] Ε6 : (λόγ.) που είναι κατάλληλος για κάλυψη. || (βιολ.) Kαλυπτήρια όργανα, το δέρμα και οι βλεννογόνοι. Kαλυπτήριο σύστημα, το περίβλημα του σώματος κάθε ζωντανού οργανισμού.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. καλυπτήριον τό]
- καταμήνιος -α -ο [katamínios] Ε6 : (λόγ.) έμμηνος, κυρίως στην έκφραση ~ κύκλος, ο κύκλος της εμμηνορρυσίας. || (ως ουσ., παρωχ.) τα καταμήνια, η έμμηνη ρύση, η περίοδος των γυναικών.
[λόγ. < ελνστ. καταμήνιος `μηνιαίος΄, αρχ. τά καταμήνια `έμμηνα΄]
- κατασχετήριος -α -ο [katasxetírios] Ε6 : (νομ.) α. που αναφέρεται στην κατάσχεση: Kατασχετήρια έκθεση. Kατασχετήριο έγγραφο. β. (ως ουσ.) το κατασχετήριο: β1. έγγραφο με το οποίο διατάσσεται κατάσχεση. β2. ένταλμα συλλήψεως κατηγορουμένου που απουσιάζει ή που διαφεύγει.
[λόγ. κατάσχε(σις) -τήριος]
- κατατακτήριος -α -ο [katataktírios] Ε6 : που έχει σχέση με την κατάταξη: Kατατακτήριες εξετάσεις, που γίνονται για να διαπιστωθεί το επίπεδο των γνώσεων του εξεταζομένου, ώστε να καταταγεί στην αντίστοιχη τάξη ή εκπαιδευτική βαθμίδα: H εισαγωγή πτυχιούχων άλλων τμημάτων στο τμήμα Φιλολογίας γίνεται με κατατακτήριες εξετάσεις. || (ως ουσ.) οι κατατακτήριες, οι κατατακτήριες εξετάσεις.
[λόγ. κατατακ- (κατατάσσω) -τήριος]
- καταχθόνιος -α -ο [kataxθónios] Ε6 : 1. που βρίσκεται, που ζει στα βάθη της γης, κυρίως για μεταφυσικά όντα: Kαταχθόνιοι θεοί, υποχθόνιοι. 2. (μτφ.) που με ύπουλο τρόπο προκαλεί το κακό· σατανικός: Είναι ~ άνθρωπος. Εφάρμοσε ένα καταχθόνιο σχέδιο για να τον δολοφονήσει. Kαταχθόνιες δυνάμεις ενεργούν εναντίον μας.
καταχθόνια ΕΠIΡΡ: Έδρα σε ~. [λόγ.: 1: αρχ. καταχθόνιος· 2: σημδ. γαλλ. infernal]
- κατευθυντήριος -α -ο [katefθindírios] Ε6 : που δείχνει την κατεύθυνση, τον τελικό στόχο μιας πορείας, μιας προσπάθειας: Πρέπει να χαράξουμε τις κατευθυντήριες γραμμές της εκπαιδευτικής μας πολιτικής. Tο σχολείο δίνει στους νέους τις κατευθυντήριες αρχές.
[λόγ. κατευθύν(ω) -τήριος απόδ. γαλλ. directif (διαφ. το ελνστ. κατευθυντήρ `που ισιώνει, που διορθώνει΄)]
- κατοικίδιος -α -ο [katikíδios] Ε6 : για ζώα εξημερωμένα που ζουν κοντά στον άνθρωπο, που μένουν σπίτι μαζί του: Ο σκύλος είναι κατοικίδιο ζώο.
[λόγ. < ελνστ. κατοικίδιος, αρχ. σημ.: `θεραπεία που μπορεί να γίνει στο σπίτι΄]