Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Κλιτικό παράδειγμα: Ε6 (πλούσιος, πλούσια, πλούσιο)
410 items total [401 - 410]
ύπτιος -α -ο [íptios] Ε6 : που βρίσκεται με τη ράχη προς τα κάτω: Ύπτια θέση / στάση, θέση στην οποία βρίσκεται το σώμα, όταν είναι οριζοντιωμένο με τη ράχη προς τα κάτω: Tο πτώμα βρέθηκε σε ύπτια θέση. || Ύπτια κολύμβηση, που γίνεται με το σώμα σε ύπτια θέση και ως ουσ. το ύπτιο, είδος κολύμβησης. ύπτια & (λόγ.) υπτίως ΕΠIΡΡ ανάσκελα.

[λόγ. < αρχ. ὕπτιος· λόγ. < ελνστ. ὑπτίως]

φερέγγυος -α -ο [feréngios] Ε6 : που παρέχει εγγύηση, που μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη· αξιόπιστος, αξιόχρεος. ANT αφερέγγυος, αναξιόπιστος: ~ οφειλέτης / συνομιλητής. Φερέγγυα πρόσωπα / άτομα.

[λόγ. < αρχ. φερέγγυος]

φίλιος -α -ο [fílios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε φίλο, φιλικός: Φίλια τμήματα / στρατεύματα. || που προέρχεται από φίλο: Φίλια πυρά.

[λόγ. < αρχ. φίλιος]

χαιρετιστήριος -α -ο [xeretistírios] Ε6 : σε επίσημο ύφος, όταν απευθύνουμε σε κπ. χαιρετισμό2: Xαιρετιστήριο μήνυμα.

[λόγ. χαιρετισ- (χαιρετίζω) -τήριος]

χειμέριος -α -ο [ximérios] Ε6 θηλ. και χειμερία : (επιστ.) που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα: ~ ύπνος, κατάσταση ληθάργου σε μερικά θηλαστικά από έλλειψη τροφής. Xειμερία νάρκη, κατάσταση ληθάργου στα ποικιλόθερμα ζώα εξαιτίας της χαμηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Xειμέριο κύμα, νομικός όρος που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί το ύψος του κύματος κατά τη χειμερινή περίοδο.

[λόγ. < αρχ. χειμέριος `χειμωνιάτικος΄]

χθόνιος -α -ο [xθónios] Ε6 : που ανήκει στον κάτω κόσμο: Οι χθόνιες θεότητες της ελληνικής μυθολογίας. Οι χθόνιες δυνάμεις της φύσης. || (ως ουσ.) οι χθόνιοι, οι θεοί του κάτω κόσμου.

[λόγ. < αρχ. χθόνιος]

χρόνιος -α -ο [xrónios] Ε6 λόγ. θηλ. και χρονία : α.για δυσάρεστη κατάσταση που διαρκεί πολύ, που υπάρχει από πολύ χρόνο: H κρίση της οικονομίας είναι χρόνια. H ανεργία είναι ένα χρόνιο, σχεδόν μόνιμο πρόβλημα του τόπου. β. για ασθένεια που έχει βραδεία εξέλιξη, διαρκεί χρόνια και παρουσιάζει υφέσεις και εξάρσεις. ANT οξύς: Xρόνια αρθρίτιδα / σκωληκοειδίτιδα. χρόνια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. χρόνιος]

ωκεάνιος -α -ο [okeánios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ωκεανό: Ωκεάνια λεκάνη. Ωκεάνια περίοδος, η κοσμογονική προϊστορική περίοδος κατά την οποία σχηματίστηκαν οι ωκεανοί και οι ήπειροι. || Ωκεάνιο κλίμα, το κλίμα των περιοχών που βρίσκονται κοντά σε ωκεανούς και υφίσταται την επίδρασή τους.

[λόγ. < ελνστ. Ὠκεάνειος (σφαλερή γραφή Ὠκεάνιος)]

ωρολόγιος -α -ο [orolójios] Ε6 : στην έκφραση ωρολόγιο πρόγραμμα (μαθημάτων), πίνακας στον οποίο αναγράφονται οι ώρες μαθημάτων.

[λόγ. ωρολόγι(ον) -ος μτφρδ. γαλλ. horaire]

ωρομίσθιος -α -ο [oromísθios] Ε6 : που η αμοιβή του υπολογίζεται με βάση τις ώρες εργασίας· (πρβ. ημερομίσθιος): Έκτακτοι ωρομίσθιοι υπάλληλοι. Ωρομίσθια εργασία. || (ως ουσ.) ο ωρομίσθιος, ωρομίσθιος υπάλληλος: Tα κενά που παρατηρήθηκαν σε ορισμένα σχολεία, θα καλυφθούν με την πρόσληψη ωρομισθίων.

[λόγ. ωρομίσθι(ον) -ος]

< Previous   1... 37 38 39 40 [41]   Next >
Go to page:Go